Του Νίκου Χρυσολωρά
Στις χθεσινές τους πανηγυρικές δηλώσεις, τόσο ο πρόεδρος της Κομισιόν, Ζ. Μ. Μπαρόζο, όσο και ο πρωθυπουργός, Αντ. Σαμαράς, εξήραν τις πρόσφατες επιτυχίες της χώρας μας και κυρίως την επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος και τη διάψευση των σεναρίων περί εξόδου από την Ευρωζώνη. Λίγες ημέρες νωρίτερα, μερίδα του γερμανικού Τύπου έκανε λόγο για «κατά φαντασίαν θεραπευμένους». Την ίδια στιγμή, η αντιπολίτευση διερωτάται για ποιο λόγο πανηγυρίζουν –όσοι πανηγυρίζουν– για τις «επιτυχίες» του Προγράμματος Προσαρμογής, αφού η ύφεση και η ανεργία έχουν οδηγήσει στην εξαθλίωση τόσο μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Φυσικά, όλοι έχουν -εν μέρει- δίκιο. Η αντιπαράθεση θυμίζει το ανέκδοτο με τον δικαστή Χότζα, ο οποίος όταν άκουσε τα επιχειρήματα ενός αντιδίκου σε μία υπόθεση αποφάνθηκε «δίκιο έχεις». Οταν όμως ακολούθησε η ακρόαση του δεύτερου αντιδίκου, ο Χότζας φάνηκε και πάλι να πείθεται και είπε «δίκιο έχεις». Και όταν κάποιος από το ακροατήριο διερωτήθηκε πώς είναι δυνατόν να έχουν και οι δύο αντίδικοι δίκιο, ο Χότζας αποκρίθηκε «κι εσύ δίκιο έχεις!».
Το «κόλπο» είναι ότι η κάθε πλευρά αποκρύπτει βολικά από την επιχειρηματολογία της το μέρος της πραγματικότητας που τη βολεύει. Η αντιπολίτευση παρουσιάζει τη δραματική επιδείνωση της κοινωνικής κατάστασης τα τελευταία χρόνια, ως τεκμήριο αποτυχίας του Προγράμματος. Αποκρύπτει βεβαίως ότι η σύγκριση δεν θα πρέπει να γίνεται ανάμεσα στην πραγματικότητα που επικρατούσε πριν από το Μνημόνιο και τη σημερινή, αλλά ανάμεσα στην πραγματικότητα που θα επικρατούσε αν δεν υπήρχε το πρόγραμμα δανειοδότησης και τη σημερινή. Η προ Μνημονίου κατάσταση θα κατέρρεε ούτως ή άλλως τον Μάιο 2010, όταν η Ελλάδα θα έπρεπε ή να προσφύγει στον Μηχανισμό ή να χρεοκοπήσει άτακτα. Για να μας αποδείξει, λοιπόν, η αντιπολίτευση ότι για τη διάλυση της οικονομίας μας φταίει το Μνημόνιο και όχι όσα προηγήθηκαν (δηλαδή ο εκτροχιασμός του δημοσιονομικού και του εξωτερικού ελλείμματος), θα πρέπει να μας δώσει έστω και ένα παράδειγμα χώρας που χρεοκόπησε και την πέρασε «ζάχαρη». Που δεν βυθίστηκε στην ύφεση, στον υπερπληθωρισμό, στην ανεργία.
Εν πάση περιπτώσει, η Ελλάδα διάλεξε ένα δρόμο. Τι κατάφερε; Πολλοί «μεταρρυθμιστές» αποφαίνονται ότι «όχι και πολλά» και συγκρίνουν την Ελλάδα με την Ιρλανδία ή τις χώρες της Βαλτικής, που επίσης υπέγραψαν Μνημόνια και σήμερα αναπτύσσονται και προοδεύουν. Η κριτική αυτή παραγνωρίζει όμως ότι το Πρόγραμμα της Ελλάδας ήταν πολύ πιο δύσκολο απ’ οποιασδήποτε άλλης χώρας. Κανένα άλλο κράτος δεν εισήλθε στην κρίση έχοντας ταυτόχρονα τόσο υψηλό χρέος, δημοσιονομικό έλλειμμα και έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Επιπλέον, δεν υπάρχει ιστορικό προηγούμενο χώρας που να έφτιαξε τη δικαιοσύνη, τη διοίκηση, την παιδεία, την υγεία, το φορολογικό σύστημα και γενικά να αντιμετώπισε όλα τα συσσωρευμένα προβλήματά της μέσα σε τρία χρόνια και σε συνθήκες πολεμικής ύφεσης.
Ολα αυτά, όμως, δεν αθωώνουν την κυβέρνηση. Η κατάσταση «εκτάκτου ανάγκης», που εν μέρει δικαιολογούσε τα άτσαλα μέτρα, έχει παρέλθει εδώ και μήνες. Ομως αντί η ηγεσία μας να εκμεταλλευθεί τη νηνεμία για να καταστήσει την εξυγίανση βιώσιμη, επαναπαύεται στις δάφνες άλλων (των πολιτών που σήκωσαν το βάρος της προσαρμογής). Τα τελευταία άκρως ανησυχητικά στοιχεία για τις εξαγωγές δείχνουν πόσο επείγον είναι να δημιουργηθούν επιτέλους συνθήκες παραγωγής πλούτου στη χώρα. Γιατί όσο και να αδειάζουμε τα νερά από τ’ αμπάρια μας, αν δεν κλείσουμε τις τρύπες, το πλοίο αργά ή γρήγορα θα βουλιάξει…
Πηγή: Καθημερινή