Του Στέφανου Κασιμάτη
Στο Ελληνικό (που κάποτε το λέγανε, επί το ελληνικότερον, Χασάνι) υπάρχει μια εγκαταλελειμμένη εξοχική κατοικία της περιόδου του Μεσοπολέμου. Ο όρος «κατοικία» είναι ευφάνταστη υπερβολή, αν δει κάποιος την πραγματική κατάσταση του κτιρίου. Αφού για χρόνια χρησίμευσε ως «στέκι», καταφύγιο αστέγων, ναρκομανών κ.λπ., κατέληξε πεδίο ασκήσεων για βανδάλους που βρίσκουν κάποιο νόημα στις άσκοπες καταστροφές (των ξένων πραγμάτων ―των δικών τους, ποτέ). Πρόκειται για ένα ερείπιο χωρίς κουφώματα, με την κεραμοσκεπή στέγη και τα μπαλκόνια του να έχουν καταρρεύσει, καλυμμένο από μουντζούρες (γκραφίτι, επί το καλλιτεχνικότερον). Μάλιστα, στο εξωτερικό τοιχίο της πρόσοψης δεσπόζει με μαύρα κεφαλαία γράμματα το συνεγερτικό σύνθημα: «ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΜΟΝΟΣ ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗΣ – ΠΑΝΙΩΝΙΟΣ».
Φαντάζομαι ότι αυτός που το έγραψε είχε προηγουμένως αξιοποιήσει την εγκατάλειψη του χώρου για να πάρει κάποια ουσία από εκείνες που υποτίθεται ότι σε διευκολύνουν να συλλάβεις τη βαθύτερη ενότητα του σύμπαντος κόσμου, οπότε αυτός πέτυχε να ενώσει την αναρχία με τη θρησκεία (ο Πανιώνιος δεν έχει πολλούς πιστούς, αλλά όσους έχει διακρίνονται για την ευλάβειά τους). Ο παραλογισμός του συνθήματος, πάντως, είναι απόλυτα ταιριαστός με τη μοίρα του σπιτιού. Διότι το υπουργείο Περιβάλλοντος κ.λπ. κήρυξε το συγκεκριμένο σπίτι διατηρητέο.
Το ότι αρχιτεκτονικά το σπίτι είναι συνονθύλευμα ρυθμών και το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού δεν το έκρινε άξιο να χαρακτηρισθεί μνημείο δεν εμπόδισαν το κράτος να εκπληρώσει το χρέος του διά του υπουργείου Περιβάλλοντος. Το θεώρησε, αντιθέτως, υπόδειγμα «εκλεκτικισμού» και «ένα από τα σημαντικότερα εναπομείναντα μεσοπολεμικά σπίτια στον οικισμό του Ελληνικού, τμήμα του οποίου διασώθηκε μέχρι τις μέρες μας και αποτελεί τον μοναδικό αστο-αγροτικό προσφυγικό οικισμό». Αυτό αναφέρεται στη σχετική εισήγηση και, χωρίς να θέλω να σας επηρεάσω, αν καταλαβαίνω καλά τον συλλογισμό, σκοπός του χαρακτηρισμού του κτιρίου ως διατηρητέου είναι να βλέπουν για πολλά χρόνια ακόμη οι περαστικοί τα γκρεμίδια και, κάθε φορά, να σκέπτονται: «Α! Ιδού ένα δείγμα μοναδικού αστο-αγροτικού προσφυγικού οικισμού».
Την απόφαση του κράτους δεν επηρέασε ούτε το γεγονός ότι το κτίριο ανήκει σε πέντε κληρονόμους, οι οποίοι το μόνο στο οποίο συμφωνούν είναι ότι το σπίτι θα έπρεπε να κατεδαφισθεί. Αλλά και γιατί θα όφειλε; Από την πλευρά του κράτους, το χρέος του είναι να προστατεύσει την αρχιτεκτονική κληρονομιά. Εντοπίζει τι μπορεί να εντάσσεται σε αυτήν, το εξετάζει και αποφαίνεται: «Αυτό πρέπει να διατηρηθεί», λέει το κράτος. Τώρα, πώς θα διατηρηθεί και ποιοι θα το διατηρήσουν, αυτά καθόλου δεν το απασχολούν. Δουλειά του είναι να συντηρεί την ιδεατή πραγματικότητα ότι προστατεύει την εθνική κληρονομιά. Αλλο θέμα αν στην αληθινή πραγματικότητα, όπως φαίνεται από τη συγκεκριμένη περίπτωση, απλώς δεσμεύει την περιουσία ιδιωτών και εξασφαλίζει ότι η κληρονομιά την οποία θέτει υπό την προστασία του θα χαθεί σε μεταγενέστερο χρόνο από την εγκατάλειψη ―που ούτως ή άλλως κάνει τη δική της δουλειά, ανενόχλητη από υπουργικές αποφάσεις.
Η περίπτωση είναι μία από τις αναρίθμητες στη ροή της καθημερινότητας, όπου το κράτος αναδεικνύεται ως αυτό που είναι πραγματικά: μια απρόσωπη μηχανή που λειτουργεί ερήμην της λογικής και στις δομές της οποίας τα στελέχη του δεν έχουν τη δυνατότητα να σκέπτονται και να κρίνουν, αλλά την υποχρέωση να εφαρμόζουν επακριβώς νόμους και κανονισμούς. Αλλωστε, στην απάντηση που έστειλε το υπουργείο Περιβάλλοντος προς τους ιδιοκτήτες, οι οποίοι υπέβαλαν προσφυγή κατά της απόφασης, το πρώτο που τονίζεται είναι ότι έχει τηρηθεί με σχολαστικότητα το νομότυπον της διαδικασίας χαρακτηρισμού και, συνεπώς, δεν συντρέχει λόγος να συζητηθεί η ουσία της.
Η διάκριση τύπου και ουσίας, καθώς και η υπεροχή της πρώτης έναντι της δεύτερης, επιβεβαιώνεται και στην τελευταία παράγραφο της απάντησης: «Το γεγονός του μη χαρακτηρισμού ως μνημείου τού υπ’ όψιν κτιρίου από το υπουργείο Πολιτισμού επ’ ουδενί αποτελεί λόγο μη χαρακτηρισμού του ως διατηρητέου από το ΥΠΕΚΑ, δεδομένου ότι οι δύο ανωτέρω φορείς προστασίας έχουν διαφορετικό θεσμικό πλαίσιο αναφοράς και αξιολογούν τα θέματα με ίδια κριτήρια έκαστος». Μαθαίνουμε, λοιπόν, ότι υπάρχουν δύο φορείς που ασχολούνται με το ίδιο θέμα. Τι χρειάζονται δύο, αφού μόνον ο ένας αποφασίζει; Υποθέτω ότι η απάντηση βρίσκεται στο «διαφορετικό θεσμικό πλαίσιο αναφοράς», που ανεξαρτήτως του νοήματος της φράσης υποδηλοί κάτι πολύ σοβαρό και επίσημο και το οποίο υποψιάζομαι ότι σε απλά ελληνικά λέγεται και έτσι: όσο περισσότερο κράτος τόσο καλύτερα…
Θα περίμενε κανείς ότι η πολλαπλότητα των «θεσμικών πλαισίων αναφοράς» και η περιπλοκότητα των διαδικασιών που επιφέρει η ύπαρξη τους, κατά κάποιο (στρεβλό και παράλογο) λόγο, γίνονται στο όνομα του συμφέροντος των πολιτών, στην ανάγκη της παροχής καλύτερων υπηρεσιών. Αν διαβάσει κανείς όμως τον νόμο του 2012 για τον χαρακτηρισμό των διατηρητέων (4067), η ψευδαίσθηση διαλύεται. Αφού ορίζει καταλεπτώς από ποιους λαμβάνεται η απόφαση, έπειτα περιγράφει τις αρμοδιότητες του οικείου δήμου για την κοινοποίησή της (να ενημερώσει, να αναρτήσει, να δημοσιεύσει, να τοιχοκολλήσει κ.λπ.). Επειδή όμως στην Ελλάδα ζούμε και αυτό δεν διαφεύγει την αντίληψη των συντακτών του νόμου, ορίζεται ότι αν ο δήμος δεν μεριμνήσει για την εκπλήρωση του δικού του μέρους στη διαδικασία, δεν πειράζει· διότι «η περαιτέρω διαδικασία χαρακτηρισμού συνεχίζεται νόμιμα μετά την πάροδο δύο μηνών από την αποστολή της έκθεσης στον δήμο».
Στη σοφή πρόβλεψη, με την οποία ο νομοθέτης αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο ότι το κράτος μπορεί να μη λειτουργεί, βλέπουμε ότι υπεράνω και αυτού του ίδιου του κράτους τίθεται η θεωρία περί των καλών προθέσεων του κράτους, που έχει πάντα δίκιο, ακόμη και όταν δεν κάνει τη δουλειά του σύμφωνα με τους τύπους που το ίδιο έχει ορίσει. Η όλη υπόθεση του ερειπίου στο Ελληνικό είναι μια απόδειξη ότι σε αυτή τη χώρα το κράτος φτιάχτηκε και, στις μέρες μας, συνεχίζει να επεκτείνεται με βασικό σκοπό να αποδείξει την υπεροχή της θεωρίας, του οράματος, του όνειρου -πείτε το όπως προτιμάτε- έναντι της πραγματικότητας. Είναι βαθιά σοβιετικό στη λογική του και, δεδομένης της έκτασης κατά την οποία παρεμβαίνει στις ανθρώπινες δραστηριότητες, δεν είναι να μας εκπλήσσει ότι οι περισσότεροι Ελληνες είναι αριστεροί ―ακόμη και όταν νομίζουν ότι είναι δεξιοί…
Πηγή: Καθημερινή