Του Στέφανου Κασιμάτη
Αξίζει να σταθούμε σε δύο ειδήσεις των οποίων η σημασία για τον εξυπνότερο λαό του κόσμου και το μέλλον του ίσως δεν γίνεται αμέσως αντιληπτή. Η πρώτη αφορά την αντίδραση του πρωθυπουργού, μετά τη σύλληψη του ανιψιού για την υπόθεση των πλαστών πινακίδων κυκλοφορίας. (Επιλέγω σκοπίμως τη συγγενική ιδιότητα του συλληφθέντος με τον ιδρυτή της Ν.Δ., επειδή σε αυτήν οφείλει όλες τις άλλες που απέκτησε στη ζωή του – ώς και αυτήν του συνταξιούχου…). Ο Αντώνης Σαμαράς έδωσε εντολή στον υπουργό Δικαιοσύνης, διαβάζουμε, να ετοιμασθεί νομοθετική διάταξη, σύμφωνα με την οποία βουλευτές, εν ενεργεία ή μη, οι οποίοι υποπίπτουν σε παραπτώματα «μείζονος κοινωνικής απαξίας», όπως η πλαστογραφία, θα στερούνται όλων των προβλεπομένων ατελειών ή προνομίων τους.
Αξιέπαινη η πρόθεση του πρωθυπουργού – δεν χωρεί αμφιβολία. Αλλά γιατί δίστασε να παραγγείλει μια διάταξη με ακόμη ευρύτερη στόχευση, που θα ικανοποιούσε περισσότερο την κοινή γνώμη; Μια διάταξη, φερ’ ειπείν, που θα επιβάλει στα γαϊδούρια να συμπεριφέρονται ανθρώπινα! Γιατί όχι; Παρόμοιας λογικής, ως προς την ουσία της, είναι και η διάταξη που παραγγέλθηκε. Θεσπίζει ποινές για το σύμπτωμα του προβλήματος και όχι για την αιτία του. Εντάσσεται δε στη νομοθετική λογική που ακολουθείται εδώ και χρόνια στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα η νομοθεσία να έχει εξελιχθεί σε ένα κουβάρι πολυνομίας, στο οποίο άκρη δεν βρίσκεις. Συμβαίνει κάτι που σκανδαλίζει την κοινή γνώμη; Αντιδρούμε αμέσως με μία διάταξη επί τούτου και μένουμε ήσυχοι. Πάει, το λύσαμε κι αυτό, ώσπου να μας προκύψει το επόμενο, για να ξανακάνουμε το ίδιο κ.ο.κ.
Θα ήταν προτιμότερο για το συμφέρον όλων (και του ιδίου), αν ο πρωθυπουργός εκδήλωνε το ενδιαφέρον του να αντιμετωπισθεί το πρόβλημα στη ρίζα του: στις δομές του συστήματός μας, που ενθαρρύνουν μια ολόκληρη τάξη επαγγελματιών να αισθάνεται (και να είναι) υπεράνω του νόμου. Είναι μέσα στις δυνατότητές του, λ.χ., να κινήσει τη διαδικασία ώστε η παρούσα Βουλή να γίνει προαναθεωρητική, έστω και αν η αναθεώρηση του Συντάγματος από την επομένη Βουλή θα αφορά μόνον την κατάργηση του επαίσχυντου άρθρου περί ευθύνης υπουργών. Αυτό θα κατεδείκνυε πέραν πάσης αμφιβολίας την ειλικρινή πρόθεση του πολιτικού κόσμου να τελειώνει κάποτε με τη σκανδαλώδη προστασία των μελών του. Ακόμη και ο ΣΥΡΙΖΑ θα δυσκολευόταν να βρει δικαιολογίες για να μην την υποστηρίξει. Αντ’ αυτού, όμως, επελέγη ο εύκολος δρόμος της επικοινωνιακής αντιμετώπισης. Ενα το κρατούμενο, λοιπόν: ότι διάθεση μεταρρύθμισης προς την κατεύθυνση της εμπέδωσης κράτους δικαίου δεν φαίνεται να υπάρχει.
Η δεύτερη είδηση αφορά το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Η κατασκευή του νέου κτιρίου κοντεύει να τελειώσει, όμως η εγκατάσταση του μουσείου παίρνει παράταση για το μέλλον, καθώς ούτε το προσωπικό υπάρχει ώστε να λειτουργήσει κανονικά (χρειάζεται να προσληφθούν 38 άτομα) ούτε η απαραίτητη χρηματοδότηση για την έναρξη της λειτουργίας του (το σχετικό ποσόν υπολογίζεται στα 4 εκατομμύρια). Ιδού, λοιπόν, για μια ακόμη φορά η Ελλαδάρα που βάζει την άμαξα μπροστά από το άλογο. Η χώρα των κομπλεξικών με την τεράστια ιδέα για τον εαυτό τους. Η χώρα που θέλει κάθε μορφής λούσα (μουσεία, κτίρια, Ολυμπιακούς Αγώνες και δεν συμμαζεύεται…), πρωτίστως για τον συμβολισμό που εκπέμπουν όλα αυτά, ενώ την ίδια ώρα δεν ξέρει ούτε πώς θα τα συντηρήσει ούτε πώς θα κάνει την επένδυση αποδοτική. Θέλει απλώς να τα έχει, επειδή τα έχουν και άλλοι. Σαν τον Καραγκιόζη που θέλει να απολαμβάνει την θέα της Μερσέντες έξω από το τσαντίρι του…
Το πρόβλημα θα μπορούσε όμως να είχε αποφευχθεί, αν απλώς είχαμε ακολουθήσει το μοντέλο συνεργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, που ακολουθείται σήμερα απ’ όλα τα σοβαρά μουσεία του ανεπτυγμένου κόσμου. Η διαθέσιμη τεχνογνωσία παγκοσμίως είναι τεράστια – όλο που είχαμε να κάνουμε ήταν να διαλέξουμε τι μας ταιριάζει. Εμείς, παρόλα αυτά, εμμένουμε να είναι αποκλειστικά το κράτος αυτό που συντηρεί τη λειτουργία των μουσείων, ακόμη και όταν το κράτος έχει προ πολλού χρεοκοπήσει. Και με τη γραφική εμμονή μας, το μόνο που καταφέρνουμε είναι ότι η προσπάθεια να κατακτήσουμε το επίπεδο που υποτίθεται πως μας αξίζει περιορίζεται τελικά στην απλή μίμηση των εξωτερικών γνωρισμάτων των προτύπων που επιλέγουμε, επειδή δεν τολμάμε να προχωρήσουμε σε μεγαλύτερο βάθος και να ακολουθήσουμε το παράδειγμα των τρόπων της οργάνωσής τους.
Τα δύο γεγονότα είναι ενδείξεις ότι η περίφημη «Ελλάδα που αντιστέκεται» στο τέλος θα θριαμβεύσει. Διότι, όπως κάποτε ο «εκσυγχρονισμός» περιορίσθηκε σε επιφανειακές παρεμβάσεις, ώσπου η έννοια κατάντησε κακόφημη, το ίδιο συμβαίνει και τώρα με τη «μεταρρύθμιση». Εφόσον, επομένως, δεν διαπιστώνεται ειλικρινής διάθεση αλλαγής των δομών από αυτούς που την επαγγέλλονται, γιατί να χολοσκάμε; Μας αξίζει να κυβερνηθεί η χώρα από τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτός, σε τελευταία ανάλυση, εκφράζει με τον πιο ευθύ και συνεπή τρόπο τον αμετακίνητο συντηρητισμό του συστήματος και της κοινωνίας μας. Εξάλλου, η επικράτησή του μπορεί μακροπρόθεσμα να αποδειχθεί ωφέλημα. Ισως η ολοκληρωτική καταστροφή να είναι η προϋπόθεση της πραγματικής αλλαγής.
Πηγή: Καθημερινή