Του Αγγελου Στάγκου
Εχουν περάσει πέντε ημέρες από τη δημοσιοποίηση της έρευνας PISA του ΟΟΣΑ για τις επιδόσεις των 15χρονων σε 65 χώρες, στα μαθηματικά, στις θετικές επιστήμες, στην ανάγνωση και παρ’ όλο που τα αποτελέσματα ήταν άκρως απογοητευτικά για τα Ελληνόπουλα, δεν ίδρωσε το αυτί κανενός από την πολιτική τάξη, ενώ ελάχιστο ήταν και το ενδιαφέρον που έδειξαν τα μίντια. Ασχολήθηκαν με το θέμα την πρώτη ημέρα, για να μη θεωρηθεί ότι το «έχασαν», γράφτηκαν μερικά άρθρα εδώ και εκεί και από τότε «σιγήν ιχθύος». Ούτε βέβαια η κοινωνία έδειξε να ανησυχεί από το γεγονός ότι τα παιδιά μας βρέθηκαν από την 25η θέση στη 42η μέσα σε μία τριετία, ή από το άλλο γεγονός, ότι ο μέσος όρος τους στα τρία γνωστικά αντικείμενα είναι καλύτερος μόνο από εκείνον των παιδιών της Κύπρου, της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας. Οτι δηλαδή υστερούν απέναντι στα παιδιά όλων των υπολοίπων παιδιών στην Ευρώπη, που με τη σειρά τους τα καταφέρνουν χειρότερα από συνομήλικούς τους ασιατικών χωρών.
Συγγνώμη, αλλά η αφασία και η αδιαφορία στο συγκεκριμένο θέμα δείχνει ένα σύστημα και μια κοινωνία σε βαθύτατη παρακμή και δίχως αντανακλαστικά, που σε τελική ανάλυση δεν ξέρουν τι τους γίνεται. Δεν έχουν καταλάβει τίποτε από όσα συμβαίνουν στον πλανήτη Γη, ότι οι εξελίξεις στη γνώση και την εργασία είναι ταχύτατες, ότι αλλάζει μορφή η παραγωγή, ότι τα Ελληνόπουλα θα πρέπει να είναι ανταγωνιστικά σε διεθνές επίπεδο για να έχουν στον ήλιο μοίρα. Δεν έχουν καν καταλάβει ότι η άθλια κατάσταση που επικρατεί στα πανεπιστήμια ξεκινάει από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ότι από εκεί πρέπει να αρχίσει η προσπάθεια αναμόρφωσης, ότι ουσιαστικά κοροϊδεύουμε τους εαυτούς μας νομίζοντας ότι διαθέτουμε σύστημα παιδείας. Ακόμη περισσότερο, δεν έχουν καταλάβει ότι τα παιδιά που διακρίνονται εδώ και στο εξωτερικό προσφέροντας άλλοθι και βλακώδεις ύμνους για την εξυπνάδα της φυλής, είναι μειοψηφία και πολλά από αυτά προέρχονται από ιδιωτικά σχολεία. Μόνο που το επίπεδο ενός εκπαιδευτικού συστήματος κρίνεται από τον μέσο όρο των μαθητών και φοιτητών…
Οι πάντες στην Ελλάδα ασχολούνται, όταν ασχολούνται, με όσα παρανοϊκά συμβαίνουν στην ανώτατη εκπαίδευση. Παραδοσιακά άλλωστε ήταν χώρος πολιτικο-κομματικού αναβρασμού στη χώρα. Τώρα όμως τα πράγματα έχουν αλλάξει και αυτός ο αναβρασμός που δημιουργείται με κάθε ευκαιρία, πραγματική ή όχι, φτάνοντας σε ακραίες καταστάσεις, δεν είναι απλώς αντιπαραγωγικός. Υπονομεύει ουσιαστικά το παρόν και το μέλλον των φοιτητών και της χώρας. Και εκείνο που δεν γίνεται αντιληπτό είναι ότι το κακό ξεκινά από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Εκεί το σύστημα παρέμεινε εντελώς αγκυλωμένο στο παρελθόν, εκεί όλη η φροντίδα ήταν και είναι να δημιουργούνται και να διατηρούνται θέσεις εργασίας εκπαιδευτικών χωρίς αξιολόγηση, εκεί σταμάτησε ο διαχωρισμός της ήρας από το στάρι, εκεί επικράτησαν η ισοπέδωση προς τα κάτω, η αδιαφορία, η απειθαρχία και η ασυδοσία εν ονόματι της θολής δημοκρατίας και των δικαιωμάτων, εκεί ηττήθηκε η όποια σκέψη για επαγγελματική εκπαίδευση, εκεί ο τύπος και το φαίνεσθαι νίκησαν την ουσία, εκεί άνθησε η παραπαιδεία, εκεί σπαταλήθηκε χρόνος και χρήμα χωρίς πραγματικό αντίκρισμα. Ολα αυτά και άλλα με διαρκείς αποτυχημένες προσπάθειες για δήθεν πρόοδο και βελτίωση…
Με λίγα λόγια, στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση καλλιεργήθηκε η στρεβλή νοοτροπία που χαρακτηρίζει πάρα πολλούς παράγοντες του εκπαιδευτικού συστήματος, από τους μαθητές ώς τους διδάσκοντες και από τις πολιτικές και κομματικές ηγεσίες ώς τους γονείς.
Με αυτήν ακριβώς τη στρεβλή νοοτροπία οι μαθητές γίνονται φοιτητές και η συντεχνία των διδασκόντων στα ΑΕΙ διαδέχεται τη συντεχνία των διδασκόντων στα γυμνάσια και τα λύκεια. Οσο για τις κομματικές και πολιτικές ηγεσίες, αυτές παραμένουν οι ίδιες –με φωτεινές εξαιρέσεις κατά καιρούς, που όμως συνήθως ηττώνται– και αποφασίζουν για κάθε βαθμίδα εκπαίδευσης, πάντα υπό την πίεση των οργανωμένων συντεχνιών και των απαιτήσεων γονέων, τοπικών κοινωνιών και… Εκκλησίας. Με αποτέλεσμα, τα ευρήματα της έρευνας του ΟΟΣΑ!
Αν λοιπόν ποτέ ξυπνήσουν το πολιτικό σύστημα και η κοινωνία, η αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση πρέπει να αρχίσει.
Το ερώτημα είναι πού θα βρεθούν οι άνθρωποι που θα έχουν και την τόλμη, το κουράγιο και τη γνώση να το κάνουν.
Πηγή: Καθημερινή