από τον Φώτη Γεωργελέ
Βρίσκω τα παπούτσια που μ’ αρέσουν. Είναι τέλεια! Εννοείται ότι δεν έχει το νούμερό μου. Η πωλήτρια, προθυμότατη, τηλεφωνεί στα άλλα καταστήματα. Δεν υπάρχει. Σάββατο περπατώντας στο δρόμο, βιτρίνα, τα παπούτσια μου. Ανοίγω την πόρτα, μπαίνω, τα κοιτάζω, είναι το νούμερό μου. Αυτά, λέω βιαστικά. Λυπάμαι, έχουμε κλείσει. 4 παρά 5. Μα, κάνω άλλη μια προσπάθεια, δεν θα σας καθυστερήσω, δεν θα τα δοκιμάσω, αυτά εδώ θέλω. Κλείσαμε, η ακόμα πιο αποφασιστική απάντηση. Βγαίνω στο δρόμο, κάτω απ’ τον καυτό ήλιο και κάνω μαύρες σκέψεις. Οικτίρω τον εαυτό μου, καημένε μου, λέω, τίποτα δεν έχεις καταλάβει σ’ αυτή τη ζωή. Γιατί αν μου τηλεφωνούσαν εμένα 2 η ώρα τη νύχτα, και μου ’λεγε κάποιος ότι θέλει να αγοράσει 120 ευρώ κάτι απ’ την εφημερίδα, ξέρω γω, βιβλία, θα του ’λεγα μην κουνήσεις, σε 5 λεπτά είμαι εκεί και κερνάμε και καφέ. Δυο κόσμοι, παράλληλοι.
Χαλάρωσε, λέω μέσα μου, πωλήτρια μπορεί να ήταν η κοπέλα, σχόλαγε, έκλεινε την ταμειακή, τι τη νοιάζει. Αλλά πάλι πώς δεν τη νοιάζει, δεν ξέρει τι γίνεται, αυτής δεν της έκοψαν το μισθό στη μέση όπως σ’ όλους, δεν έχει να πληρωθεί μήνες όπως συμβαίνει με τους μισούς ιδιωτικούς υπαλλήλους, δεν πληρώνεται έναντι, δεν ξέρει για τα λουκέτα; Τόσο μπλαζέ είναι και δεν κάνει μια είσπραξη που καλύπτει τη μια βδομάδα του μηνιάτικού της; Περίεργη χώρα.
Στο γωνιακό καφέ έχουν κατέβει τα ρολά. Του ζήτησα μείωση ενοικίου, μου λέει, δεν μπορούσα πια 2.800 το μήνα. Δεν το κατέβασε ούτε ένα ευρώ. Τι να κάνω, έφυγα. Το ξέρω αυτό το μαγαζί. Πριν 15 χρόνια ήταν ένα από τα συνηθισμένα μαγαζιά σε κάθε πολυκατοικία, ψιλικά, ηλεκτρολόγοι, καθαριστήρια. Κάποιοι τα ’χαν πάρει με το εφάπαξ τους, κάποιοι αντιπαροχή, τα δούλευαν για ένα μεροκάματο. Τι έγινε ξαφνικά και τα μαγαζάκια του κέντρου έγιναν χρυσωρυχεία; Οι τιμές ακινήτων στον Νότο, λέει ο Ματιέ Πιγκάς στο «Επαναστάσεις», ανέβαιναν 15-20% το χρόνο επί μια δεκαετία. Η οικονομία της Ευρώπης δεν μπορούσε να υποστηρίξει αυτή τη φούσκα, έσκασε.
Πώς μας φαινόταν τόσο φυσικό ότι ένας άνθρωπος με ένα καταστηματάκι σε μια πολυκατοικία, έτσι, στα καλά καθούμενα, θα κάθεται και θα γίνει εκατομμυριούχος; Θα παίρνει ένα εκατομμύριο δραχμές το μήνα, 12 το χρόνο; Τι έγινε, τι άλλαξε σ’ αυτή τη χώρα από τη δεκαετία του ’90 που να δικαιολογεί αυτές τις προσδοκίες;
Περνάνε οι μήνες, το κατάστημα είναι κλειστό. Επιγραφή στη βιτρίνα, ενοικιάζεται, 32 τετραγωνικά. Προστίθεται στις άδειες βιτρίνες παραδίπλα. Εντάξει, φταίει η κρίση, η ύφεση, αλλά φταίει και ο τρόπος που αντιδρούμε στην κρίση. Οι μισθοί μειώθηκαν, οι συντάξεις μειώθηκαν, οι επενδύσεις σε κρατικά ομόλογα εκμηδενίστηκαν, οι καταθέσεις στην Κύπρο κουρεύτηκαν, οι αξίες των μετοχών έπεσαν στο 1/10. Οι άνθρωποι προσπαθούν να προσαρμοστούν, αντιμετωπίζουν τη νέα πραγματικότητα. Οι επενδύσεις σε ακίνητα δεν θα εξαιρεθούν. Ο μεγαλύτερος ελληνικός μύθος «κανείς δεν έχασε αγοράζοντας γη» ήταν όμως τόσες δεκαετίες ισχυρός, που δυσκολεύει την προσαρμογή. Κανείς δεν θέλει να αποδεχτεί την πραγματικότητα. Πράγμα που τη δυσκολεύει ακόμη περισσότερο. Πολλαπλασιάζει τα κλειστά μαγαζιά. Αν μιλήσεις με εμπόρους θα ακούσεις πολλές παρόμοιες ιστορίες. Φταίει η ύφεση, αλλά φταίει και η άρνηση προσαρμογής.
Το αποτέλεσμα είναι αυτοκαταστροφικό για όλους και για τους ιδιοκτήτες ακινήτων. Κρατάνε τα μαγαζιά κλειστά, πληρώνουν χαράτσια, υποβιβάζουν την αξία των δρόμων, όταν κάποτε αποδεχτούν την αλήθεια θα έχουν χάσει χρόνια αποδόσεων και θα βρουν πολύ χαμηλότερες τιμές. Αλλά έτσι γίνεται πάντα. Η άρνηση της πραγματικότητας είναι πάντα αυτοκαταστροφική. Όσοι προσαρμόζονται γράφουν τις λιγότερες ζημιές, επιβιώνουν, προσπαθούν πάλι για την ανάκαμψη. Οι άλλοι αρνούνται. Φταίει η κοινωνία, η παγκοσμιοποίηση, οι ξένοι, το κακό το ριζικό μας.
Κάνουν διαδήλωση για να μην ανοίγουν τα καταστήματα τις Κυριακές. Ακατανόητα πράγματα. Με τα μισά μαγαζιά κλειστά και 1,5 εκατομμύριο ανέργους, το τελευταίο πράγμα που θα φανταζόταν κανείς είναι μάχες για τον περιορισμό των ωραρίων. Δηλαδή, θέλω να πω, αν μας έλεγε ένας άνθρωπος ότι θέλει να ανοίξει στις 4 τη νύχτα, να πουλάει κουλούρια, οτιδήποτε, έπρεπε να τον ανακηρύξουμε ήρωα, να του κάνουμε άρθρα στα περιοδικά, να τον διαφημίζουμε τσάμπα.
Εδώ απαγορεύουμε στους ανθρώπους να δουλεύουν όποτε οι ίδιοι νομίζουν ότι υπάρχει δουλειά. Αποσιωπούμε προκλητικά ότι το μέτρο είναι προαιρετικό. Όποιος θέλει δουλεύει. Όποιος νομίζει ότι θα ’χει δουλειά. Αν δεν έχει, δεν ανοίγει. Βγάζουμε ανακοινώσεις, κάνουμε αγώνες, διαδηλώσεις. Όχι για το άνοιγμα των δουλειών, αλλά για το κλείσιμο. Για να υπάρχουν περιορισμοί. Προφανώς είμαστε ευχαριστημένοι με την κατάσταση. Σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου θα τελείωνε το ζήτημα σε μια μέρα, με μερικές συνεννοήσεις ανάμεσα στους ενδιαφερόμενους. Καταστηματάρχες, τουριστική βιομηχανία, ναυτιλιακές εταιρείες, δήμοι. Πότε έχει κρουαζιέρες και ποιες μέρες, πόσα τριήμερα μπορούμε να περιμένουμε, πόσο μπορούμε να επεκτείνουμε την τουριστική περίοδο, τι συνέδρια προγραμματίζονται, ν’ ανοίξει το Κέντρο, μια Κυριακή ανοιχτά στη Γλυφάδα, μια άλλη βόρεια, Κηφισιά, Μαρούσι, την άλλη κάπου αλλού, τη Δευτέρα όσοι ανοίξουν Κυριακή να είναι κλειστά ή ν’ ανοίγουν το μεσημέρι, να δημιουργήσουμε εσωτερικές μετακινήσεις στην πόλη, εσωτερικό τουρισμό, να δοκιμάσουμε, το φθινόπωρο το ξαναβλέπουμε.
Εδώ μαλώνουν τα μεγάλα καταστήματα με τα μικρά, τα εμπορικά καταστήματα με την τουριστική βιομηχανία, διαφωνούν, καταγγέλλουν, βγάζουν πύρινες ανακοινώσεις, αποκαλύπτουν τα σκοτεινά σχέδια «κάποιων». Δυο-τρία επιμελητήρια και πέντε-έξι σύλλογοι σε κάθε πόλη παίρνουν συνδρομές, κρατικές ενισχύσεις, αξιοποιούν κοινοτικά προγράμματα, διαχειρίζονται χρήμα του ΕΣΠΑ, το τελευταίο πράγμα που τους απασχολεί είναι πόση μπορεί να γίνει η εμπορική κίνηση. Πόσο μπορεί να αυξηθεί ο τζίρος. Τα λεφτά βγαίνουν αλλιώς, σε παιχνίδια με την απόδοση του ΦΠΑ.
Έβγαιναν αλλιώς. Τώρα πια δεν βγαίνουν. Κανείς δεν θέλει να παραδεχτεί ότι αυτή η εποχή τελείωσε. Στην Αγία Παρασκευή έκαναν αγώνες κάποτε γιατί δεν ήθελαν σταθμό μετρό. Μια συντηρητική κοινωνία αρνείται να δοκιμάσει οτιδήποτε άλλο απ’ αυτό που ξέρει, μήπως είναι χειρότερο. Ο κυρίαρχος λαϊκισμός επιβάλλει ένα δίλημμα που δεν υπάρχει: Θέλεις να ζεις όπως παλιά ή χειρότερα; Αλλά η επιστροφή στο παρελθόν είναι αδύνατη. Το δίλημμα είναι, όπως θες ή όπως επιβάλλει η πραγματικότητα; Όσο δεν το αντιμετωπίζουμε, όσο δεν προσπαθούμε να ενεργήσουμε πάνω στην πραγματικότητα, τόσο πιο πολύ ακόμα απομακρυνόμαστε και απ’ αυτό που θέλουμε. Γιατί η αδράνεια, η προσκόλληση στο παρελθόν, είναι αυτοκτονική. Δηλώνει ότι υπερασπίζεται τα κεκτημένα, αλλά στην πραγματικότητα τα κατεδαφίζει ακόμα περισσότερο.
Όποιος δεν προσαρμόζεται, χάνεται. χάνεται.
Πηγή: Athens Voice