Το αδιανόητο συνέβη

Το αδιανόητο συνέβη

Του Στέφανου Κασιμάτη

Πείτε ότι είναι Ιούνιος του 1855 και βρισκόμαστε στην Κριμαία. Είναι η επομένη της πρώτης και αποτυχημένης επίθεσης των Γάλλων να καταλάβουν το οχυρό στον λόφο Μάλακοφ, το οποίο δέσποζε στην άμυνα της πολιορκούμενης Σεβαστούπολης. Είναι πια μεσημέρι, έχει συμφωνηθεί ανακωχή και οι δύο πλευρές μαζεύουν τους χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες τους που καλύπτουν πλήρως το έδαφος ανάμεσα στις γραμμές των αντιμαχομένων. Φαντάζεσθε να απασχολούσε κανέναν, εκείνες τις ώρες, αν για την αποτυχία των Γάλλων έφταιγε ο στρατηγός Μαϊνάρ που είχε ξεκινήσει την επίθεση ένα τέταρτο της ώρας νωρίτερα ή ο στρατηγός Πελισιέ που είχε αλλάξει το σχέδιο της επίθεσης την υστάτη ώρα; Το ζήτημα απασχόλησε τους ιστορικούς πολύ αργότερα και τους απασχολεί ώς και σήμερα, όπως μπορεί να διαπιστώσει κάθε αναγνώστης του εξαιρετικού βιβλίου του Ορλάντο Φάιτζες για τον Κριμαϊκό. Δεν υπάρχει λεπτομέρεια στην Ιστορία η οποία να στερείται σημασίας. Ομως, για κάθε λεπτομέρεια υπάρχει και η κατάλληλη στιγμή για να εκτιμηθεί η αξία της.

Ως κι εγώ αντιλαμβάνομαι ότι είναι περίεργο να ξεκινώ από τον ξεχασμένο σήμερα Κριμαϊκό ένα σημείωμα σχετικά με αυτό το οποίο ο πρόεδρός της ―με ασυναίσθητη ειρωνεία― ονόμασε «η μεγαλύτερη κρίση της Κύπρου μετά το 1974». Ωστόσο, έπειτα από τριήμερη αργία, κάθε αρχή είναι καλή: αρκεί να κάνει τη δουλειά της σαν γέφυρα που σε φέρνει πίσω στην πραγματικότητα. Εχει, λοιπόν, καμία σημασία αν ο Bόλφγκανγκ Σόιμπλε, όπως ο ίδιος διατείνεται, δεν ήταν εκείνος στο Eurogroup που επέβαλε στους Κυπρίους τη λύση της επιβολής τέλους στις καταθέσεις, αλλά η ιδέα ήταν δική τους; Ποιος κάθεται να αναζητήσει τον έξυπνο που έπαιζε με τα σπίρτα, όταν έχουμε μια εστία φωτιάς στο σπίτι; Σημασία έχει ότι το αδιανόητο, δηλαδή η παραβίαση της εγγύησης των καταθέσεων, συνέβη· ποιος ευθύνεται περισσότερο και ποιος λιγότερο δεν είναι της παρούσης. Εντούτοις και μόνον ότι αυτό τίθεται ως ζήτημα προς διερεύνηση είναι, ώς έναν βαθμό, ενδεικτικό της αδυναμίας εκείνων που ορίζουν την τύχη της Ευρώπης να συλλάβουν τη γενικότερη εικόνα.

Πολλοί παράγοντες συνέβαλαν στην απόφαση του Eurogroup: η εσκεμμένη χρονοτριβή των Κυπρίων, υπό την ανεύθυνη ηγεσία του Δ. Χριστόφια, η μεσανατολίτικη πονηριά τους να θέλουν και τον σκύλο χορτάτο και την πίτα ολόκληρη, το αφύσικα τεράστιο μέγεθος του τραπεζικού τομέα της Κύπρου εν σχέσει με το συνολικό μέγεθος της οικονομίας της, το εν πολλοίς δίκαιο πείσμα των χωρών του ευρωπαϊκού Βορρά να αρνούνται να πληρώσουν τις ζημίες των (σκοτεινής προέλευσης) ρωσικών καταθέσεων κ.ά. Ομως, ακόμη και αν το λάθος διορθωθεί, ένα ταμπού στο τραπεζικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ενωσης έχει σπάσει. Πώς μπορεί πια κανείς να πάρει στα σοβαρά μια Ευρώπη που υπονομεύει το κοινό νόμισμά της; Και τι είναι επί της ουσίας η περιλάλητη «ενωμένη Ευρώπη» αν όχι το κοινό νόμισμα;

Η εξέλιξη της κρίσης δείχνει μια Ευρώπη που παραπαίει. Ολη η πρόοδος που σημειώθηκε από το περασμένο καλοκαίρι, όταν ο Ντράγκι διαβεβαίωνε τις αγορές ότι θα έπαιρνε κάθε αναγκαίο μέτρο για να στηρίξει το ευρώ, εξανεμίζεται. Επιστρέφουμε στο κλίμα αβεβαιότητας. Οταν τη δεκαετία του 1990 επεσήμαιναν στον Ντελόρ το παράδοξο να προηγείται η νομισματική ένωση της δημοσιονομικής και του έθεταν το θεωρητικό ενδεχόμενο μιας κρίσης, εκείνος διατράνωνε τη βεβαιότητά του ότι η κρίση θα γινόταν κίνητρο για την περαιτέρω ενοποίηση. Η ανάμνηση εκείνης της αισιόδοξης εποχής σήμερα προκαλεί οδύνη, σε μια Ευρώπη όπου κυριαρχούν ο ανταγωνισμός μεταξύ Επιτροπής και Κοινοβουλίου (θυμίζω την πρόσφατη απόρριψη του κοινοτικού προϋπολογισμού), μεταξύ της προσπάθειας των χωρών του Βορρά να προσαρμοσθούν στις νέες συνθήκες της παγκόσμιας οικονομίας και των χωρών του Νότου να συντηρήσουν το σοσιαλιστικό όραμα του πανάκριβου κράτους προνοίας.

Στον πυρήνα αυτού που ολοένα και περισσότερο μοιάζει με αποτυχία της Ευρώπης, βρίσκεται η σύγκρουση δύο τάσεων: από τη μια πλευρά, η ανάγκη ισχυρής κεντρικής εξουσίας, ώστε οι αποφάσεις να λαμβάνονται γρήγορα και η εφαρμογή τους να είναι αποτελεσματική, και, από την άλλη, η ανάγκη της δημοκρατικής νομιμοποίησης των διαδικασιών. Ο λόγος για τον οποίο αυτές οι δύο ανάγκες δεν μπορούν να λειτουργήσουν συμπληρωματικά για το κοινό καλό, όπως θα έπρεπε, είναι επειδή η διαδικασία για την ενοποίηση της Ευρώπης απέτυχε στον βασικό προγραμματικό σκοπό της: τη δημιουργία κοινής ευρωπαϊκής συνείδησης. Χωρίς αυτήν, το «κοινό ευρωπαϊκό σπίτι» μπορεί να αποδειχθεί μια αυταπάτη, που τη γέννησε η φρίκη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και η Ευρώπη δεν είναι τίποτε παραπάνω από «μία γεωγραφική έννοια», όπως το ήθελε ο Μπίσμαρκ…

Πηγή: Καθημερινή

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *