από τον Γιώργο Προκοπάκη
Η επιλογή της επιβολής φόρου στις καταθέσεις σε κυπριακές τράπεζες εξέπληξε τους πάντες. Από τον Ιανουάριο ήταν σαφές πως η Κύπρος θα υποχρεωνόταν να συμμετάσχει με πραγματικά χρήματα στο πρόγραμμα της δικής της διάσωσης. Ήταν σαφές επίσης πως ο μόνιμος κίνδυνος της τραπεζικής διόγκωσης δεν ήταν ανεκτός. Την εβδομάδα πριν από το Eurogroup από τα πιο επίσημα χείλη είχε ειπωθεί πολλές φορές πως, παρά το ότι οι ανάγκες του προγράμματος στήριξης είναι περί τα ? 17 δις, το πακέτο θα ήταν περί τα ? 10 δις. Η Κύπρος δεν είχε πολλές εναλλακτικές να βρει τα ? 7 δις που απαιτούνται. Οι αποκρατικοποιήσεις δύσκολα θα αποφέρουν ? 1,5 δις, η φορολογία θα βελτιώσει την δημοσιονομική εικόνα, όμως δεν είναι αμέσου αποδόσεως. Έπρεπε λοιπόν τα χρήματα να βρεθούν από τις τράπεζες τις ίδιες, οι οποίες είναι πρακτικώς χρεοκοπημένες. Πού η έκπληξη, λοιπόν;
Κανείς δεν περίμενε πως από όλους τους δανειστές των τραπεζών (και οι καταθέτες, δανειστές είναι) η ζημιά θα περνούσε κατ’ ευθείαν στους τελευταίους στη σειρά. Προστατεύθηκαν οι μέτοχοι και συμβατικοί δανειστές των τραπεζών -αυτοί δηλαδή οι οποίοι τοποθετούνται στις τράπεζες με πλήρη επίγνωση των κινδύνων-, προστατεύθηκαν οι κάτοχοι διαφόρων «τραπεζικών προϊόντων», εξ ορισμού μειωμένης εξασφάλισης, και κατέπεσε το ταμπού της εγγύησης των μικρών καταθετών μέχρι ? 100.000. Η λύση που επελέγη ενέχει κίνδυνο για την Ευρωζώνη και κυρίως για τις χώρες της περιφέρειας που επιχειρούν δημοσιονομική προσαρμογή. Ως φιλοσοφία, είναι αντίθετη με αυτήν του ενοποιημένου τραπεζικού συστήματος προς το οποίο υποτίθεται πορεύεται η Ευρώπη μέχρι το τέλος του έτους. Γιατί, λοιπόν, η λύση οδηγήθηκε στη γνωστή κατάληξη;
Οι πληροφορίες θέλουν, για πρώτη φορά στην τριετία των μηχανισμών στήριξης, να μην είναι η Γερμανία η πηγή έμπνευσης. Αντίθετα, φαίνεται να πρόκειται για επιλογή της «ήπιας» Κομισιόν και της κυπριακής κυβέρνησης. Η στάση της ΕΚΤ ήταν αποφασιστική, αλλά διφορούμενη: κατέστησε σαφές πως δεν πρόκειται να συνεχίσει τη στήριξη των κυπριακών τραπεζών χωρίς τη συμβολή των ιδίων των τραπεζών, αλλά αδιαφόρησε για τις επιπτώσεις της όποιας λύσης. Η κυπριακή θέση απαιτεί ερμηνεία.
Η ίδια η κυπριακή κυβέρνηση θεωρεί κατάκτηση τη μη επιβολή φόρου στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Οι πληροφορίες θέλουν να έχει απορρίψει μεγαλύτερο κούρεμα από το αποφασισθέν 9,9% στις μεγάλες καταθέσεις, με αποτέλεσμα να μπουν στο παιγνίδι και οι μικροκαταθέτες. Τα δύο αυτά συνηγορούν σε μια προσπάθεια περιορισμού των ζημιών των μεγαλοκαταθετών σε «εύλογα» επίπεδα, με την προσδοκία πως η Κύπρος θα μπορέσει να κρατήσει τον ρόλο της ως «πάροχος χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών» για το διεθνές κεφάλαιο. Δεδομένης της ρηχότητας της κυπριακής οικονομίας -χρηματοοικονομικά, κατασκευές/ακίνητα, τουρισμός-, η προσπάθεια αυτή ήταν μια ρεαλιστική πολιτική. Το απότομο ξεφούσκωμα του τραπεζικού τομέα, με τη βέβαιη απόσυρση κεφαλαίων, θα επιφέρει ανεπανόρθωτη ζημία τόσο στον τραπεζικό όσο και στον άμεσα εκαρτώμενο από τις τράπεζες κατασκευαστικό πυλώνα. Στο διάγγελμά του ο Πρόεδρος Αναστασιάδης προσέφερε κίνητρα συνδεδεμένα με το φυσικό αέριο για την παραμονή καταθέσεων στην Κύπρο. Ο ρεαλισμός επιβάλλει την «αγορά χρόνου» για τη μετάβαση σε ένα άλλο μοντέλο για την κυπριακή οικονομία. Αντίθετα με τον πολιτικό κυνισμό της προηγούμενης κυβέρνησης, η οποία αγόραζε χρόνο απλώς για να ξεφορτωθεί το πρόβλημα.
Με όλα τα κακά της κυρίως για όλη την υπόλοιπη Ευρώπη, η λύση που δόθηκε στο Eurogroup της Παρασκευής είναι οδυνηρή μεν, αλλά με πολύ ηπιότερες επιπτώσεις για τους Κύπριους, ιδιαίτερα των χαμηλότερων εισοδημάτων, από μια διάσωση πλήρους κλίμακος α λα ελληνικά. Τα μέτρα που θα απαιτηθούν για την ικανοποίηση των προβλέψεων του κυπριακού μνημονίου θα είναι αναμφίβολα ηπιότερα. Με μια προϋπόθεση: η ζημία στον τραπεζικό πυλώνα δεν θα είναι τέτοιας έκτασης ώστε να καταρρεύσουν τα πάντα. Δυστυχώς, κανείς δεν μπορεί να παράσχει μια τέτοια διαβεβαίωση. Είναι στην κρίση της κυπριακής βουλής να το εκτιμήσει και στην αποτελεσματικότητα της διακυβέρνησης Αναστασιάδη να το επιτύχει.
Η κατάσταση έχει φθάσει σε σημείο μη αναστρέψιμο. Η απλή αντίθεση στην απόφαση του Eurogroup (ή σε βελτιωμένη εκδοχή της) και απόρριψη ενέχει τον κίνδυνο (για πολλούς πρόκειται περί βεβαιότητος) της άτακτης χρεοκοπίας. Απαιτείται η μέγιστη δυνατή συναίνεση σε μια θετική πρόταση. Μια πρόταση από την κυπριακή βουλή, η οποία θα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της πορείας προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και την τραπεζική ενοποίηση, είναι βέβαιο πως θα τύχει πανευρωπαϊκής υποστήριξης. Οι εκπρόσωποι του κυπριακού λαού έχουν τη δυνατότητα να αποφασίσουν από πού θα βρεθούν τα ? 7 δις της κυπριακής συμμετοχής στο πακέτο σωτηρίας. Μπορούν λοιπόν να προσφέρουν στους Ευρωπαίους εταίρους μια λύση με επιμερισμό της τραπεζικής ζημίας εν σειρά στους: μετόχους, δανειστές, κατόχους «υβριδικών» προϊόντων, ομολογιούχους και, τέλος, καταθέτες. Η μη προσφορά από τους Κυπρίους κάποιας αξιόπιστης λύσης ισοδυναμεί με αυτοκτονία.
Δυστυχώς, τα πράγματα έδειξαν πως το βολικό ιδεολόγημα «η Κύπρος είναι πολύ μικρή για να την αφήσουν να πέσει» έχει και μιαν άλλη όψη: η Κύπρος είναι πολύ μικρή για να μην μπορεί να ελεγχθούν οι επιπτώσεις της πτώσης της. Το εάν πρόκειται για αφέλεια ιδεοληπτικών τεχνοκρατών της Ευρώπης, είναι κάτι που δεν θα θέλαμε να μάθουμε.
Πηγή: Athens Voice