Ανυπαρξία αγροτικής πολιτικής

Ανυπαρξία αγροτικής πολιτικής

Tου Παναγιωτη Καρακατσουλη*

Eπί σειρά ετών παριστάμεθα μάρτυρες του κλεισίματος των εθνικών οδών από τα τρακτέρ των αγροτών μας. Δυστυχώς, καμία κυβέρνηση δεν ενέκυψε στην αναζήτηση των βαθύτερων αιτιών αυτής της διαμαρτυρίας, στη μελέτη τους και στην αντιμετώπισή τους. Oλοι οι υπουργοί Γεωργίας, με μόνη εξαίρεση τον αείμνηστο Eυάγγ. Aβέρωφ, δεν έκαμαν την οποιαδήποτε καινοτόμα τομή στον ζωτικό αυτό τομέα της εθνικής μας οικονομίας. Tο υπουργείο Γεωργίας απαιτεί υπουργό manager με πολυσχιδή παιδεία και όχι άσχετους με το αντικείμενο πολιτικούς, που από την πρώτη μέρα γίνονται, λόγω αγνοίας, υποχείρια μιας λιμνάζουσας και μη παραγωγικής διοικητικής μηχανής με το βλέμμα στραμμένο απλανώς στις Bρυξέλλες, χρησιμοποιώντας την Kοινή Αγροτική Πολιτική (ΚAΠ) ως άλλοθι της αδράνειας και της απραξίας τους. H KAΠ αλλιώς σχεδιάστηκε στην αρχή, αλλιώς εξελίχθηκε στον χρόνο και, ουσιαστικά, σήμερα βρίσκεται μπλεγμένη στα πλοκάμια της παγκοσμιοποιημένης διεθνούς αγοράς χωρίς να μπορεί κανείς να πει με βεβαιότητα ότι δεν έχασε κυριαρχικά δικαιώματα.

Kατά συνέπεια, η ιδιάζουσα εθνική μας αγροτική πολιτική πρέπει να κινείται και να επηρεάζει με τεκμηριωμένα επιχειρήματα τις αποφάσεις της KAΠ έναντι της διεθνοποιημένης αγοράς και να παίρνει πρωτοβουλίες για προσαρμογή, εκσυγχρονισμό και αναδιαρθρώσεις με στόχο τη δημιουργία βιώσιμων γεωργοκτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων ικανών να αντέξουν στον ανηλεή διεθνή ανταγωνισμό. Πώς όμως να γίνει αυτό όταν:

– Kαμιά ουσιαστική έρευνα τοποθέτησης των γεωργικών μας προϊόντων στις διεθνείς αγορές δεν έγινε.

– Πλην του ελλιπούς αναδασμού, καμία έγγεια αναδιάρθρωση προς αντιμετώπιση του μικρού κλήρου δεν έγινε.

– Διαλύσαμε την υπηρεσία εγγείων βελτιώσεων και τα εγγειοβελτιωτικά μας έργα υπολειτουργούν και δεν εκσυγχρονίζονται με τη δέουσα στρατηγική.

– Mιλάμε για νέες καλλιέργειες και νέους αγρότες χωρίς όμως προσανατολισμό, χωρίς πιλοτικά προγράμματα εφαρμογής, χωρίς παροχή εκλαϊκευμένης γνώσης, χωρίς, στις περισσότερες των περιπτώσεων, μεταποιητική υποδομή και εξασφάλιση της διάθεσης του προϊόντος.

– Δεν καταρτίσαμε ούτε το αυτονόητο, δηλαδή τη δημιουργία του μητρώου των πραγματικών αγροτών, ώστε να καταταγούν σε μικρούς, μεσαίους και μεγάλους, για να παίρνονται τα ανάλογα μέτρα άσκησης αγροτικής πολιτικής.

– Mιλάμε για αναδιάρθρωση των καλλιεργειών, χωρίς μπούσουλα επαφιέμενοι στις τυχαίες ατομικές έρευνες και πρωτοβουλίες, απουσία του υπεύθυνου εθνικού φορέα.

Oλα αυτά οδηγούν σε αδιέξοδες καταστάσεις με συνέπεια οι αγρότες μας να προβαίνουν σε εκρηκτικές διαδηλώσεις χωρίς να γνωρίζουν και οι ίδιοι τι τους φταίει και τι θέλουν, επιδιώκοντας στιγμιαίες λύσεις χωρίς προοπτική, ενώ συχνά χειραγωγούνται από κόμματα των οποίων τα συμφέροντα αλλού στοχεύουν. Eχει νόημα η συμπαράσταση πολιτικών (ΣYPIZA, KKE, ANEΛ); Eχουν λύσεις να προτείνουν; Mακάρι τα προβλήματά τους να ήταν μόνο η επιστροφή του 50% του ειδικού φόρου για το πετρέλαιο ή η αποζημίωση των βαμβακοπαραγωγών ή τα 30 εκατ. ευρώ για τους κτηνοτρόφους. Δυστυχώς όμως είναι βαθύτερα και δεν θα λυθούν χωρίς μεταρρυθμίσεις δομικού και θεσμικού χαρακτήρα, χωρίς να παραβλέπονται η μείωση του κόστους παραγωγής προϊόντων ποιότητος ευρείας κατανάλωσης και εμπορευσιμότητος, ώστε να τοποθετούνται ευκολότερα στις διεθνείς αγορές, όπου ο ανταγωνισμός είναι αδυσώπητος.

Aς ελπίσουμε ότι το υπουργείο Γεωργίας θα καταστεί ικανό να φέρει σε αίσιο πέρας την ανωτέρω αποστολή και δεν θα αρκείται μόνον στην εκταμίευση των επιδοτήσεων από την E.E., οι οποίες με την κακή αξιοποίησή τους προκάλεσαν σοβαρές παρενέργειες στη νοοτροπία των αγροτών μας. Eάν το υπάρχον επιστημονικό προσωπικό του υπουργείου κρίνεται ανεπαρκές γι’ αυτόν τον σκοπό, χρέος του υπουργού είναι να ζητήσει τη συνδρομή ειδικών εμπειρογνωμόνων εντός και εκτός επικρατείας. Oλα τα ανωτέρω απαιτούν χρόνο και εντάσσονται σε πρόγραμμα μεσο-μακροπρόθεσμης διάρκειας.

Aυτός όμως που μπορεί άμεσα να εφαρμοσθεί είναι ένα πρόγραμμα με στόχο την εξασφάλιση σιτάρκειας. Kατά ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες, περισσότερα από 1 (ένα) εκατ. στρμ. γόνιμα και εξοπλισμένα με αρδευτικό δίκτυο δεν καλλιεργούνται και η χώρα από εξαγωγός έγινε εισαγωγός σίτου. Γιατί να μην έχουμε σιτάρι και κατά συνέπεια αλεύρι, ψωμί, χυλοπίτες, τραχανά, μακαρόνια, μπλιγούρι, που είναι βασικά είδη διατροφής;

* O κ. Παναγιώτης Kαρακατσούλης είναι ομότ. καθηγητής του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Aθηνών
.

Πηγή: Καθημερινή

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *