Του Χαριδημου Κ. Τσουκα*
Αύγουστος μήνας, σε ένα από τα όμορφα ορεινά χωριά κοντά στο Καρπενήσι, μια παρέα παλιών φίλων τρώει, πίνει και συζητά. Η κουβέντα καταλήγει στην πολιτική. Κυριαρχούν η κατήφεια, η ανησυχία, ο θυμός. «Στις επόμενες εκλογές σκέφτομαι να ψηφίσω Χρυσή Αυγή», δηλώνει ο οικοδεσπότης. Η ανορθόδοξη προτίμηση ενός μορφωμένου, ευκατάστατου, πρώην υψηλόβαθμου στελέχους πολυεθνικής, εκπλήσσει τους υπόλοιπους. «Μα αυτοί είναι υπόκοσμος», του αντιτείνει κάποιος. «Γιατί οι πρόεδροι και αντιπρόεδροι της Βουλής που διορίζουν τους συγγενείς τους στη Βουλή, τι είναι;», απαντά ο οικοδεσπότης. «Οσοι κάνανε τη χώρα ξέφραγο αμπέλι, όσοι μας φέρανε σ’ αυτή την κατάντια, οι μιζαδόροι και οι βολεψάκηδες πολιτικοί δεν είναι υπόκοσμος;».
Δύσκολη η συν-εννόηση όταν οι έννοιες χάνουν τη συμβατική τους σημασία. Ξέραμε διαισθητικά μέχρι τώρα τι σημαίνει «υπόκοσμος» (εγκληματική συμμορία). Οταν, όμως, η έννοια διευρύνεται για να χαρακτηρίσει τη συμπεριφορά μελών του πολιτικού κατεστημένου, τότε δεν έχουμε απλώς μια απλή περίπτωση μεταφορικής χρήσης της γλώσσας, αλλά μια ανα-ταξινόμηση της συμπεριφοράς, δηλαδή την υπαγωγή της σε ένα νέο σημασιολογικό πεδίο. Συμπεριφορές που μέχρι πρόσφατα αναφέρονταν ως «οικογενειοκρατία» ή «ρουσφετολογία» (με όλες τις αρνητικές συνδηλώσεις τους ως εκφάνσεις του «παλαιοκομματισμού»), τώρα, στο φως της επώδυνης κρίσης και της εκτεταμένης διαφθοράς (πραγματικής και εικαζόμενης) της πολιτικής ελίτ, περιγράφονται ως συμπεριφορές «υποκόσμου». Το πεδίο αναφοράς άλλαξε: από το πεδίο του «παλαιοκομματισμού» οδηγηθήκαμε σε αυτό της «συμμορίας».
Ολο και περισσότερο οι συμβατικές έννοιες αδυνατούν να περιγράψουν αυτά που αισθανόμαστε για τους πολιτικούς μας. Σαν ελαφρά παυσίπονα, οι συνηθισμένοι χαρακτηρισμοί πλέον δεν επαρκούν – χρειαζόμαστε πιο ισχυρούς για να αποδώσουν αυτά που νιώθουμε. Διολισθαίνουμε ανεπαίσθητα στο γλωσσικό εξτρεμισμό για να εκφράσουμε ακραία συναισθήματα που προκαλούνται από άθλιες πρακτικές των πολιτικάντηδων. Οι συνέπειες είναι τεράστιες.
Αν με τη συμπεριφορά τους οι πολιτικοί, όχι μόνο απαξιώνουν το λειτούργημά τους, αλλά το χρησιμοποιούν με ηθικά επιλήψιμο, ακόμη και παράνομο, τρόπο προς ίδιον ή κομματικό όφελος, τότε στην κοινή συνείδηση αποκτούν χαρακτηριστικά «συμμορίας». Αν ο Τσοχατζόπουλος και η παρέα του κατηγορούνται, μεταξύ άλλων, για «σύσταση συμμορίας», γιατί να μη θεωρήσει κανείς ότι και τα κόμματα εξουσίας λειτουργούσαν ως «συμμορίες», στο μέτρο που, με αγαστή σύμπνοια, διόριζαν τους συγγενείς και «κολλητούς» τους σε δημόσιες θέσεις, αυτο-απαλλάσσονταν από τις δανειακές υποχρεώσεις τους προς κρατικές τράπεζες, ή εισέπρατταν «χορηγίες» από εταιρίες που συναλλάσσονταν με το κράτος, το οποίο αυτά διοικούσαν;
Αν, όμως, θεωρήσουμε ότι η επιλογή μας είναι μεταξύ αντίπαλων «συμμοριών», τότε, για αρκετούς συμπολίτες μας, η «συμμορία» των τραμπούκων νεοναζί δείχνει να είναι προτιμότερη από τη «συμμορία» των δήθεν ευπρεπών, βαθιά υποκριτών πολιτικάντηδων. Αν μη τι άλλο, επιλέγοντας τη «συμμορία» των νεοναζί νιώθουν ότι αποδίδουν «δικαιοσύνη», αφού έτσι τιμωρούν τους «κλέφτες»! Η βία (λεκτική και σωματική) της Χ.Α. είναι η βία που θα ήθελε να ασκήσει, αν μπορούσε, ο ανθρωπάκος που βυθίζεται στη φτώχεια και την απελπισία, και κυριεύεται από θολό θυμό. Η οργισμένη πεζοδρομιακή γλώσσα του Κασιδιάρη και του Παναγιώταρου αναπαράγει τη γλώσσα του απολιτικά «αγανακτισμένου» παρία που μετατρέπεται σε χούλιγκαν.
Αλλά μήπως είναι καλύτερη η γλώσσα του προέδρου της Βουλής, κυρίου (προπαντός!) Μεϊμαράκη; Ή μήπως είναι καλύτερες οι πρακτικές των αναρχο-αριστερών νταήδων που καταλαμβάνουν δημόσια κτίρια, ματαιώνουν εκλογές, κλείνουν δρόμους ή βιαιοπραγούν; Ιδού το δράμα μας: από τη μια οι χυδαία αυτο-εξυπηρετικοί, «συστημικοί» πολιτικάντηδες· από την άλλη, οι «αντισυστημικοί» ακροδεξιοί και ακροαριστεροί τραμπούκοι.
Στο δημοκρατικό πλαίσιο, βέβαια, κανείς, ούτε οι νεοναζί, δεν θέλει να χρεωθεί τη βία. Γι’ αυτό τη συγκαλύπτουν ρητορικά. Προσέξτε πόσο παρόμοια είναι η τακτική της συγκάλυψης από τα δύο πολιτικά άκρα. Σε επιστολή του στην «Καθημερινή» (18/9/2012), ο υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ κ. Σκουρλέτης διαμαρτύρεται γιατί «εξισώνεται η πολιτική και κινηματική δράση της Αριστεράς με τη φασιστική δράση της Χρυσής Αυγής». Ο βουλευτής της Χ.Α. κ. Παππάς, επίσης σε επιστολή του στην «Καθημερινή» (17/10/2012), διαμαρτύρεται κι αυτός γιατί «η εξίσωση της αριστερής τρομοκρατίας με τον πολιτικό ακτιβισμό της Χρυσής Αυγής είναι […] ανιστόρητη και παραπλανητική». Η αποθέωση του πολιτικού αυτισμού: οι δικές μου βίαιες πράξεις είναι «κινηματικές» και «ακτιβιστικές», οι δικές σου είναι «τρομοκρατικές» και «παράνομες»! Για τους κ. Σκουρλέτη και Παππά, η νομιμότητα δεν αποτελεί ένα σύνολο κοινών κανόνων με βάση τους οποίους κρίνεται η συμπεριφορά όλων, αλλά έχει πολιτικό πρόσημο!
Αν η ελληνική αριστερά διέθετε την απαιτούμενη τόλμη, θα έπρεπε να ομολογήσει τη δική της συμβολή στην υπονόμευση του μεταπολιτευτικού κράτους δικαίου. Οχι μόνο επειδή ενθάρρυνε ή ανέχθηκε την καταπάτηση της νομιμότητας, αλλά και επειδή ενεργά υπέσκαψε τους θεσμούς που την προστατεύουν. Αγνοώντας (ατιμωρητί φυσικά) δικαστικές αποφάσεις, βάλλοντας αδιάκριτα κατά της Αστυνομίας, περιφρονώντας επιλεκτικά νόμους και θεσμικούς κανόνες, η αριστερά συνεισέφερε τα μέγιστα στην εκτεταμένη ανομία. Τώρα που οψίμως ανακάλυψε ότι χρειαζόμαστε τα «αστικά δικαστήρια» και τις «δυνάμεις καταστολής» για να μας προστατεύσουν από τους χουλιγκάνους νεοναζί, ας αναρωτηθεί τι έκανε τα τελευταία 38 χρόνια για να ενδυναμώσει τους θεσμούς αυτούς. Το χωράφι που σήμερα σπέρνει η Χρυσή Αυγή, το είχαν ήδη οργώσει άλλοι…
* Ο κ. Χ. Κ. Τσούκας (htsoukas@gmail.com) είναι καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick.
Πηγή: Καθημερινή