Tου Μιχαηλ Γ. Ιακωβιδη*
Μετά το εκλογικό αποτέλεσμα, η Ελλάδα διέφυγε τον άμεσο κίνδυνο εξόδου από το ευρώ. Τα προβλήματα όμως παραμένουν. Η εποχή της θεραπείας του καρκίνου με δανεικές ασπιρίνες τελείωσε. Οχι μόνο γιατί εξέλιπαν οι ασπιρίνες, αλλά και γιατί ακόμη και εάν μας τις χάριζαν και πάλι, θα μεταθέταμε το πρόβλημα για λίγους μήνες. Αλλωστε, αποτελεί κοινό τόπο στις εκτός Ελλάδος συζητήσεις ότι εάν δεν αλλάξει ριζικά η κυβερνητική αντιμετώπιση στην Ελλάδα, θα επανέλθουμε στην ιδία κατάσταση εντός του φθινοπώρου.
Το βασικό ζητούμενο της κυβέρνησης είναι, με δήλωσή της, η αναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου, μιας και το Μνημόνιο έχει κατηγορηθεί για τη δραματική συρρίκνωση του ελληνικού ΑΕΠ και τα συνακόλουθα κοινωνικά προβλήματα. Ολα τα κόμματα, της Ν.Δ. συμπεριλαμβανομένης, έχουν διατυπώσει τις ενστάσεις τους κατά του Μνημονίου. Αλλά τι ακριβώς έχουν κατά νουν; Και τι θέλουν να αλλάξει στο Μνημόνιο;
Η αποτυχία της πολιτικής της τελευταίας διετίας είναι σαφής. Αλλά σε τι οφείλεται; Δημοσιονομικά, ακόμη δεν έχουμε καν κλείσει το πρωτογενές μας έλλειμμα, πριν από την πληρωμή των τόκων – άρα η μέχρι τώρα προσαρμογή ήταν αναπόφευκτη. Οσο για το «μείγμα πολιτικής», δηλαδή το ερώτημα ποιος πρέπει να πληρώσει φόρους και πού θα κοπούν οι δαπάνες, την ευθύνη έχει η ελληνική κυβέρνηση και όχι το Μνημόνιο. Το ίδιο ισχύει για την αδυναμία αντιμετώπισης της φοροδιαφυγής, και αντ’ αυτού της επιβολής φορών επί δικαίων και αδίκων. Οσο για την καταστροφική πολιτική των οριζόντιων περικοπών, ήταν αμιγώς ελληνική απόφαση, στην οποία δεν συναινούσε η τρόικα. Αρα οι αλλαγές που απαιτούνται έχουν να κάνουν με μας, περισσότερο απ’ ό,τι με τους εταίρους μας. Είναι εύκολο να κατηγορεί κανείς τους πιστωτές για τις δικές του αδυναμίες με δικαιολογία το Μνημόνιο.
Το δεύτερο μεγάλο κομμάτι του Μνημονίου είναι τα διαρθρωτικά μέτρα, που συχνά συγχέονται με τα δημοσιονομικά μέτρα και τη λιτότητα. Με την επίφαση κοινωνικής πολιτικής, το ελληνικό κράτος έχει δώσει, μέχρι τώρα, προνόμια σε ομάδες εργαζομένων που είτε απολαμβάνουν προνομιούχους μισθούς και συντάξεις (σε ΔΕΚΟ, όπως η ΔΕΗ) είτε καταστέλλουν τον ανταγωνισμό διατηρώντας τοπικά μονοπώλια (όπως οι φαρμακοποιοί). Αυτό αναδιανέμει πόρους προς όφελος των προνομιούχων ομάδων, και περιορίζει το δυναμικό της οικονομίας προκαλώντας στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό. Το Μνημόνιο προβλέπει, στο όνομα της διαρθρωτικής πολιτικής, την κατάργηση των προνομίων αυτών, καθώς και άλλων αγκυλώσεων. Προβλέπει επίσης το συμμάζεμα του κράτους με τον εξορθολογισμό της αναποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης. Ας μην ξεχνάμε ότι το ελληνικό κράτος έχει έναν από τους χειρότερους δείκτες απόδοσης ως προς τις υπηρεσίες που προσφέρει (για δεδομένες δαπάνες), καθώς και χειρίστους, και επιδεινούμενους δείκτες διαφθοράς, προστασίας επενδύσεων και επιχειρηματικότητας.
Η πίεση του Μνημονίου για διαρθρωτικές αλλαγές (π.χ. να υπάρχουν ισολογισμοί στα νοσοκομεία, ή να επιταχυνθεί η απονομή δικαιοσύνης) δεν στάθηκε αρκετή, και στους περισσότερους διαρθρωτικούς στόχους η Ελλάδα δεν ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις της. Με άλλα λόγια, αψηφήσαμε τα μέτρα εκείνα που θα μπορούσαν να προωθήσουν την ανάπτυξη και να περιορίσουν τις κοινωνικές αδικίες, την ίδια ώρα που καταγγείλαμε το Μνημόνιο. Ακόμη πιο ανησυχητική ήταν η προεκλογική σύγχυση μεταξύ λιτότητας, διαρθρωτικών μέτρων και διοικητικής αδυναμίας της Ελλάδας. Το αν αυτό οφείλεται σε άγνοια, σε εσφαλμένες επικοινωνιακές τακτικές, ή σε ενσυνείδητη πολιτική των κομμάτων που έχουν χτίσει αυτές τις πελατειακές στρεβλώσεις και δεν έχουν το θάρρος της αναδιοργάνωσης του κράτους, θα φανεί στις επόμενες εβδομάδες.
Είναι όντως απαραίτητο να δοθεί ένα δημοσιονομικό άνοιγμα με πίστωση χρόνου: Η Ελλάδα είναι σε σηπτικό σοκ συρρίκνωσης κατανάλωσης και επενδύσεων, λόγω του φόβου ενδεχόμενης εξόδου από το ευρώ και κατάρρευσης των τραπεζών. Οποια ένεση ρευστότητας ή δημοσιονομικής χαλάρωσης όμως θα είναι πρόσκαιρη. Η λύση δεν μπορεί να έρθει από τις Βρυξέλλες ή το Βερολίνο, αλλά από την Αθήνα. Μόνο με πολιτική σταθερότητα θα γίνουν επενδύσεις, θα ανακάμψει η απασχόληση και η κατανάλωση.
Ας μην ξεχνάμε ότι η πραγματική μάχη είναι διαρθρωτική. Οι αλλαγές που χρειάζεται το κράτος είναι τεράστιες. Επιτυχίες υπάρχουν, όπως π.χ. η εξάλειψη των ελλειμμάτων της ΤΡΑΙΝΟΣΕ ή η πορεία του ΟΤΕ μετά την ιδιωτικοποίησή του, αλλά τα μέτωπα είναι πολλά, και τα κόμματα θα χρειαστούν τόλμη και δεξιότητες που απουσιάζουν. Πρέπει επειγόντως να δημιουργηθεί ένα ανεξάρτητο όργανο που να παρακολουθεί τις αλλαγές, και να εστιάζει στην εφαρμογή τους. Ας ελπίσουμε ότι θα υπάρξει το θάρρος, ή έστω η πίεση των εταίρων μας αν είμαστε οι ίδιοι ανίκανοι να προασπίσουμε τα πραγματικά μας συμφέροντα, να αλλάξουμε τη δομή της οικονομίας μας και να γίνουμε ανταγωνιστικοί. Και στην προσπάθεια αυτή, όλοι μας πρέπει να βοηθήσουμε στην αναζήτηση λύσεων στα χρόνια διαρθρωτικά μας προβλήματα.**
* Ο κ. Μιχ. Γ. Ιακωβίδης κατέχει την έδρα Επιχειρηματικότητας και Καινοτομίας Sir Donald Gordon στο London Business School.
** Στον ιστότοπο www.redesigngreece.org παρέχεται μια ηλεκτρονική πλατφόρμα με σκοπό την αναδιάρθρωση της δημόσιας διοίκησης, ανοιχτή στις προτάσεις ειδημόνων και κοινού.
Πηγή: Καθημερινή