Toυ Σταμου Zουλα
Ηθελα να ’ξερα αν αισθάνονται ίχνος ντροπής οι πολιτικοί μας και οι κάθε λογής ιθύνοντες, όταν π.χ. η κ. Μέρκελ διεκτραγωδεί τις υπέρβαρες θυσίες των χαμηλόμισθων και συνταξιούχων, ενώ συγχρόνως ελεεινολογεί τη συμπεριφορά των οικονομικώς ισχυρών Ελλήνων. Διότι τα δύο φαινόμενα είναι αλληλένδετα. Οπως δε και άλλοτε έχουμε σημειώσει, εξαρχής η τρόικα, καίτοι δεν είχε μια τέτοια αρμοδιότητα ή υποχρέωση, επισήμανε ότι θα ’πρεπε να προηγηθούν οι διαρθρωτικές αλλαγές, οι αποκρατικοποιήσεις, η πάταξη της φοροδιαφυγής κ.λπ., προτού θιγούν μισθοί και συντάξεις· κάτι που θα οδηγούσε αναπόφευκτα στην ύφεση. Επί δυόμισι χρόνια η κυβέρνηση Παπανδρέου, αδυνατώντας να ιεραρχήσει σωστά την παραπάνω συνταγή, επιδόθηκε μόνον σε περικοπές αποδοχών και σε αλόγιστες φοροεπιδρομές. Εν όψει μιας αναπόφευκτης χρεοκοπίας είχαμε και την τελευταία φάση του «δράματος»: την ομαδική διαφυγή κεφαλαίων και καταθέσεων στο εξωτερικό.
Αν εξαιρέσουμε μια κατηγορία «εχόντων και κατεχόντων», η οποία είχε τη δυνατότητα αλλά και την αναισχυντία να αντιμετωπίσει την κρίση ως ευκαιρία, ο πανικός εύλογα επεκτάθηκε και στους μικροκαταθέτες. Τούτο δε υποδηλώνει σαφέστατα την παντελή έλλειψη εμπιστοσύνης του κοινού προς τους πολιτικούς μας, οι οποίοι απεδείχθησαν ανίκανοι να τηρήσουν και να εφαρμόσουν όλα όσα συμφωνούν με τους εταίρους μας. Οταν, λοιπόν, η ανικανότητα αυτή έγινε παγκοσμίως κατάδηλη, προκαλώντας τα δυσάρεστα σχόλια και την αυστηρότερη εποπτεία των Ευρωπαίων, ορισμένοι ιθύνοντες ένιωσαν, με μεγάλη καθυστέρηση, να θίγεται το εθνικό μας γόητρο. Αλήθεια πού ήταν επί δυόμισι χρόνια αυτοί οι «θιγόμενοι»; Γιατί δεν κατήγγειλαν έγκαιρα και αποφασιστικά την ανισοκατανομή των θυσιών του ελληνικού λαού; Γιατί δεν προμάχησαν για το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, που εναντιώνεται στην ισοτιμία των Ελλήνων πολιτών; Γιατί δεν αντιτάχθηκαν στον αγώνα των «ρετιρέ» του Δημοσίου για τη διατήρηση των προνομίων τους; Γιατί δεν αξίωσαν την κατάργηση του καρκινώματος των «επαγγελματιών» συνδικαλιστών; Γιατί δεν προασπίστηκαν το δίκαιο των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, από τον οποίο προέρχεται σχεδόν το σύνολο του περίπου ενός εκατομμυρίου των ανέργων;
Φυσικά οι παραπάνω τοποθετήσεις κάθε άλλο παρά θα ’ταν ανώδυνες για τους παρεμβαίνοντες, ως στερούμενες φιλολαϊκισμού και της τόσο βολικής μετάθεσης κάθε εθνικής ευθύνης, με τη δαιμονοποίηση του «ξένου παράγοντα». Για να μην ρίπτουμε, όμως το βάρος μόνον στους πολιτικούς ταγούς, στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και όλοι οι άλλοι «προεστοί» μας. Για παράδειγμα η 5μελής ομάδα συνταγματολόγων, με επικεφαλής τον κ. Γ. Κασιμάτη, γνωστόν από το «πολιτικο-συνταγματικό» συμβάν του Μαρτίου 1985. Με ανακοίνωσή τους οι συνταγματολόγοι προειδοποιούσαν προ ημερών τους βουλευτές και τους πολίτες ότι το σχέδιο της νέας συμφωνίας με την Ε.Ε. που εγκρίθηκε στη Βουλή, «παραβίαζε κατάφωρα θεμελιώδεις διατάξεις του Συντάγματος και του διεθνούς δικαίου». Θεμελιώδεις διατάξεις όμως είναι και ότι «οι Ελληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις», ότι «η παροχή εργασίας είναι υποχρέωση της Πολιτείας», ότι «οι Ελληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους», κ.λπ., κ.λπ. Πού βρίσκονταν, λοιπόν, κατά τις τελευταίες 10ετίες όλοι αυτοί οι αμύντορες της εθνικής μας ανεξαρτησίας, όταν παραβιάζονταν κατάφωρα αυτά τα θεμελιώδη δικαιώματά μας; Απλώς λούφαζαν, βολεμένοι ή «βουλευόμενοι». Ας μας κάνουν, λοιπόν, τη χάρη να επιστρέψουν στο ασφαλές και προσφιλές τους κρησφύγετο…