1. Θέλουμε να παρατηρήσουμε τον παρατηρητή!
Και βέβαια το κάνουμε. Όταν π.χ. με κάποιο φίλο ή συγγενή παρακολουθούμε κάποιο πρόγραμμα στην τηλεόραση μπορούμε να κοιτάξουμε τον άλλο και να τον παρατηρήσουμε ως παρατηρητή του προγράμματος. Ποιος ή ποια όμως μέσα μας παρατηρεί; Εδώ είναι ο κόμπος.
Κοιτάμε στον καθρέφτη και βλέπουμε την αντανάκλαση του προσώπου μας να μας παρατηρεί καθώς εμείς παρατηρούμε εκείνη! Ποιος παρατηρεί; Ποιος ή ποια κοιτά, ποιος ακούει τη φωνή του, ποιος βλέπει τις σκέψεις του;
Και βλέπεις, ή μάλλον νιώθεις να είσαι “Εγώ που παρατηρώ τον άλλο, την αντανάκλασή μου στον καθρέφτη, τη φωνή μου, τις σκέψεις μου”.
Και τώρα έχουμε μια νέα κατάσταση με δυο αινίγματα…
2. Ποιος ή ποια είμαι “εγώ” που παρατηρώ – καταστάσεις του σώματος, διαθέσεις, θυμό ή θλίψη, σκέψεις και ό,τι άλλο;
Αυτό είναι το πρώτο αίνιγμα. Το δεύτερο είναι πιο σοκαριστικό. Διότι παρατηρώ το “εγώ” ως σκέψη, ως αίσθημα, στον νου μου, στην ψυχολογία μου. Το βλέπω, το νιώθω να κινείται, να παίρνει πόζα, “να παρατηρεί” σαν θεατής, να χάνεται και να ξανάρχεται, πάντα σαν ακαθόριστος ίσκιος!
Τώρα, λοιπόν, ποιος ή ποια είμαι εγώ; Είμαι αυτό το εγώ που βρίσκεται στη θέασή μου όσο αδιόρατο ή φευγαλέο κι αν είναι, ή είμαι μια άλλη, εντελώς άγνωστη οντότητα που το νιώθει ή έχει επίγνωσή του;
Και ψάχνεις νοερά, συναισθηματικά, σπασμωδικά, να βρεις εκείνον τον θεατή, εκείνο το άλλο, το δεύτερο “εγώ” που νιώθει κι έχει επίγνωση και θεάται το πρώτο “εγώ”. Ωσότου νέες σκέψεις και συναισθήματα κατακλύζουν τον νου και η αίσθηση του “εγώ” χάνεται στην ταραχή και τη σύγχυση.
3. Και ξαναρχίζεις, αν δεν έχεις αποκαρδιωθεί.
Πάλι όμως φθάνεις στο στάδιο ταραχής και σύγχυσης – χωρίς να έχεις επιτύχει να παρατηρήσεις εκείνον τον 2ο θεατή. Και να η απογοήτευση!
Ποιος ή ποια τώρα δημιουργεί αυτές τις σκέψεις; Βλέπεις και το άγχος να εντοπίσεις τον θεατή που παρατηρεί σιωπηλά· και μόλις η προσοχή πάει να στραφεί πάνω του εξαφανίζεται αφήνοντας αοριστία, σύγχυση. Το 1ο “εγώ” χάσκει προβληματισμένο κι αναρωτιέσαι πάλι που είναι, ποιο είναι αυτό το ον που έχει επίγνωση, μα τη χάνει πάλι τόσο εύκολα και χάνεται κι αυτό;…
Το παίρνεις στα σοβαρά. Κάθεσαι ήσυχα σε ένα ήσυχο δωμάτιο. Αφήνεις το ρεύμα των σκέψεων να κυλά και το όποιο αίσθημα να διαχέεται και στο σώμα. Νιώθεις το σώμα σου. Κάποια στιγμή το ορμητικό ρεύμα ησυχάζει κάπως. Ναι, νιώθεις το σώμα σου, τουλάχιστον όπου υπάρχει επαφή με τον αέρα, με τα ρούχα, με το κάθισμα, με το πάτωμα… Νιώθεις τη διάθεσή σου, ήρεμη με κάποια προσδοκία… Βλέπεις τις σκέψεις να περνάνε…
Βλέπεις το “εγώ παρατηρώ, εγώ έχω επίγνωση”!
4. Αφήνεις αυτές τις σκέψεις και ψάχνεις πάλι τον θεατή.
Μα δεν τον βρίσκεις…
Έφθασες πάλι στο κρίσιμο σημείο. Κι εδώ ο νους μπορεί να κάνει κόλπα, να παίξει παιχνίδια, να φτιάξει τεχνητές καταστάσεις κατανόησης, αυτογνωσίας, αυτοσυνειδησίας, φώτισης! Επιτέλους – λύτρωση!
Όλα φτιαχτά, όλα ψεύτικα. Μα τα δέχεσαι διότι θες μια υπερβατική εμπειρία!
Το Διαδίκτυο είναι γεμάτο από άρθρα γραμμένα από ανθρώπους με τέτοιες εμπειρίες που σου λένε “Η αυτογνωσία, η φώτιση είναι πολύ εύκολη αφού ο υπερβατικός Εαυτός σου είναι μέσα σου”!
Η αναζήτηση, αλήθεια, δεν είναι δύσκολη μα θέλει χρόνο εξειδικευμένης μελέτης και πρακτικής.
Α, όχι, επιχειρηματολογεί ο άλλος. Αν αφήσεις το λασπωμένο νερό σε μια λακκούβα ήσυχο, θα καθαρίσει μόνο του καθώς το χώμα κατακάθεται.
Σωστά, μα θέλει χρόνο κι αυτό.
Πόσο χώμα, πόση ακαθαρσία (μοχθηρές σκέψεις· αρνητικά συναισθήματα μίσους, οργής, ζήλιας· δυσάρεστες διαθέσεις εκδικητικότητας, αυτολύπησης κλπ.) υπάρχει στον νου και πόσο χρόνο θα πάρει ώσπου να καταλαγιάσει;
Και πού ξέρεις πως δεν προσθέτεις με την αναμονή και προσδοκία;
Φθάνεις πάλι στο κρίσιμο σημείο. Να την πάλι την ακαθόριστη παρουσία που παρατηρεί όλα όσα συμβαίνουν. Μα τι είναι το άλλο που την θεάται;…
Μην προσπαθείς να εντοπίσεις τον θεατή εκείνον!
Ψάξε να βρεις έναν δάσκαλο, μια Σχολή, που δεν θα σου λέει κολακευτικά λόγια, μα θα σε φέρει αντιμέ-τωπο/-τωπη με την πραγματικότητα που βιώνεις – τη σύγχυση, τη ματαιωμένη επιθυμία, την απόγνωση κλπ.
Τότε θα προχωρήσεις ίσως…