Ο Λαγός δεν είναι μεγαλόσωμος ούτε δυνατός όπως μερικά άλλα ζώα. Είχε εξυπνάδα, βέβαια, κι επιβίωνε χάρη σ’ αυτήν. Μα καταλάβαινε πως η σοφία ήταν ανώτερη. Έτσι αποφάσισε να την αποκτήσει.
Από πού όμως;
Μόνο από τον Ύψιστο, Εκείνον από τον οποίο προήλθαν τα πάντα – και η εξυπνάδα του.
“Ύψιστε,” προσευχήθηκε πολλές χρονιές, πολλές ενσωματώσεις, “Σε ικετεύω, Μεγαλόχαρε, δώσε μου λίγη έστω σοφία!”
“Καλώς, Λαγέ!” κάποια ώρα εδέησε ν’ απαντήσει ο Ύψιστος. “Θα σου χαρίσω σοφία μα μόνο αν επιτύχεις σε τρία πράγματα. Φέρε μου λέπια από το Μεγάλο Κήτος του ωκεανού. Μετά, γάλα από την Άγρια Βουβάλα. Τέλος, ένα δόντι από την Οργισμένη Τίγρη”.
Ο Λαγός δεν μπορούσε να κολυμπήσει, πόσο μάλλον να βουτήξει βαθιά. Η Άγρια Βουβάλα δεν ήταν σαν τις άλλες αγελάδες: δεν ησύχαζε στιγμή και ήταν πολύ δυνατή για να την ακινητοποιήσει ο Λαγός – ακόμα και με συντρόφους. Όσο για την Οργισμένη Τίγρη, ποιο πλάσμα τολμούσε να της κλέψει ένα δόντι;…
Έμοιαζαν ανέφικτες δοκιμασίες.
Μα ο λαγός είχε αρκετή εξυπνάδα ώστε να ξέρει, πως πολλά πράγματα που έμοιαζαν εκ πρώτης όψεως ανέφικτα, ήταν εφικτά.
Πρώτα, λοιπόν, πήγε μ’ ένα ταμπούρλο στην ακροθαλασσιά, εκεί που ο βράχος έπεφτε κατακόρυφα στα νερά κι αυτά βάθαιναν απότομα. Εκεί δοκίμασε διάφορους ρυθμούς. Τελικά κατέληξε σ’ έναν αργό, βαρύ, ρυθμό. Το Μεγάλο Κήτος ένιωσε τον νέο παλμό να διαπερνά το κρύο νερό στον βυθό και ανέβηκε στην επιφάνεια. Γλίστρησε πάνω στον βράχο κι άρχισε να στριφογυρίζει αργά βογκώντας μ’ ευχαρίστηση. Έτσι πολλά λέπια του ξεκόλλησαν κι έμειναν πάνω στον βράχο. Όταν ο Λαγός έπαψε το ταμπούρλο το Μέγα Κήτος ξανάπεσε στον βυθό στα νερά του.
Πήρε μερικά λέπια ο Λαγός κι έψαξε τώρα την Άγρια Βουβάλα σ’ ένα ξέφωτο στη ζούγκλα.
“Ω πόσο άγρια μα και πόσο αστεία είσαι!” της τσίριξε ο Λαγός ακουμπώντας σ’ ένα δέντρο.
“Θα σου δείξω ποιος είναι αστείος!” μούγγρισε η Βουβάλα βλέποντας τον μικρό Λαγό και σκύβοντας του όρμησε με κέρατα μπροστά.
Ο Λαγός περίμενε ως την τελευταία στιγμή, οπότε πήδηξε στο πλάι και τα κέρατα καρφώθηκαν στο δέντρο δυνατά. Ώσπου να τα βγάλει η Βουβάλα ο Λαγός έτρεξε πλάι της και την άρμεξε.
“Ουφ, πάει κι αυτό!” είπε ο Λαγός και αναζήτησε την Οργισμένη Τίγρη στο συνηθισμένο μονοπάτι της.
Στο πιο ψηλό μέρος έχυσε λίγο γάλα και σκόρπισε μερικά λέπια. Έτσι όταν η Τίγρης έφτασε εκεί, γλίστρησε απότομα και κατρακύλησε χαμηλά κουτουλώντας ένα δέντρο έτσι που τα δόντια της έσπασαν κι έμεινε αναίσθητη.
Ο Λαγός είχε τώρα τα τρία πράγματα που είχε ζητήσει ο Ύψιστος. Εκείνος του είπε τότε:
“Έχεις, παιδί μου, όση σοφία μπορείς να έχεις!”