Επιστολή του Μαρσίλιο Φιτσίνο* σ‘ έναν ακριβό φίλο και αξιοθαύμαστο άνδρα, Bernardo Rucellai
Πάνω από τους ανθρώπους, τίποτε δεν μου είναι πιο αγαπητό παρά να μιλώ με το Θεό. Ανάμεσα στους ανθρώπους, τίποτε δεν μου είναι πιο αγαπητό παρά να μιλώ με σένα. Ο Θεός, ο οδηγός μας στη ζωή και η πηγή της φιλίας μας, πάντοτε ακούει τι σου λέω. Τώρα και συ θα ακούσεις τι λέω εγώ συχνά στον Θεό. Χρησιμοποιώ αυτή την προσευχή στον Θεό καθημερινά, Ρουτσελλάι, ώστε να φωτίζει τον νου μου και να ενισχύει τη βούλησή μου. Χρησιμοποίησε την και συ κάποτε, εκτός αν έχεις καλύτερη: διότι δεν υπάρχει κανείς άλλος που θα ήθελα να ευνοηθεί από τον Θεό όσο εσύ. Κατά καιρούς άκουσα τον Λορέντζο μας να τραγουδάει παρόμοια άσματα στη λύρα του, κατεχόμενος από θεϊκό πυρετό. Και τώρα άκουσε την ίδια την προσευχή.
Ω απεριόριστο φως που θεάσαι τον εαυτό σου, βλέποντας όλα τα πράγματα στον εαυτό σου!
Ω απεριόριστη θέαση που ακτινοβολείς από τον εαυτό σου, λάμποντας μέσα στα πάντα!
Ω πνευματικό μάτι, μόνο εσένα και μόνο χάρη σ’ εσένα βλέπουν τα πνευματικά μάτια!
Ω Ζωή αθάνατη αυτών που βλέπουν!
Ω αγαθοσύνη τέλεια των ζωντανών!
Εσύ ικανοποιείς εξολοκλήρου την επιθυμία των αγαπητικών σου. Εσύ μόνος, ο Θεός, ανάβεις μέσα μας την επιθυμία για ότι είναι αγαθό. Εσύ μόνος είσαι ότι είναι αγαθό. Σε ικετεύω, ω πάναγνο φως, σε ικετεύω να καθαρίσεις με τη δύναμή Σου τη συννεφιασμένη όραση του νου για να σε δω, διότι Εσύ πυρώνεις την παγωμένη μου καρδιά κι έτσι διψώ για Σένα. Διαπλάτυνε τη στενή μου όραση για να σε δω, καθώς υψώνεις το χαμηλωμένο μάτι μου, ώστε να κοιτώ ψηλά.
Εσύ διαπερνάς τα έγκατα του είναι μου, ω βάθος των βαθέων, όπως και με ανεβάζεις ψηλά, ω ύψος των υψηλών! Τι είναι που βυθίζεται στα έγκατα του είναι μου; Τι εξυψώνει ότι είναι ανώτερο μέσα μου; Σίγουρα είναι οι θαυμαστές ακτίνες της υπέροχης αγαθοσύνης και ομορφιάς Σου που θαυματουργά ξεχύνονται στον νου, την ψυχή και το σώμα των πλασμάτων ατελεύτητα. Με αυτές εργάζεσαι μέσα μου, αν και εγώ δεν το ξέρω. Με αυτές, ω μοναδική μεγαλειότητα, με ελκύεις, με καταναγκάζεις, με απορροφάς ολότελα.
Δες, ω απαράμιλλο κάλλος, δες! Σπεύδω σε Σένα χωρίς ανάσα! Αλίμονο όμως! Τούτος ο εραστής σου χωλαίνει. Δυστυχισμένος άνθρωπος χωλαίνει! Σε παρακαλώ, ω ελπίδα μου, άπλωσε το άγιο χέρι Σου σ’ αυτόν που χωλαίνει. Σε ικετεύω, καθοδήγησε αυτόν που τραβάς, καλώς δέξου αυτόν που αιχμαλώτισες, δρόσισε αυτόν που καίς, χαροποίησε αυτόν που βασανίζεις. Είθε να τον χαροποιήσεις, θαυματουργή Χαρά, πηγή κάθε χαράς. Γνωρίζω πως ό,τι επιθυμούμε εμπεριέχεται στην ενότητά Σου – ή μάλλον είναι η ενότητα Σου, που επιθυμούμε. Αν μας αρέσει τούτο ή εκείνο το αγαθό, σαφώς δεν πρόκειται για τούτο ή εκείνο. Στην πραγματικότητα επιθυμούμε κάθε αγαθό πράγμα για χάρη της αγαθοσύνης μέσα του. Αν το ποτάμι της Ζωής που κυλά μέσα από όλα τα πράγματα, απορρέει από μια πηγή αγαθοσύνης, η οποία είναι η αέναη και ανεξάντλητη πηγή του, τότε ασφαλώς λαχταρούμε να πιούμε από κείνη την πηγή της ιδίας της αγαθοσύνης.
Αιώνια βρύση όλου και κάθε αγαθού διψούμε για Σένα παντού. Γι’ αυτό η δίψα μας δεν σβήνει με τούτο ή εκείνο το αγαθό ή έστω και με τα δυο μαζί, όταν πράγματι βλέπουμε ότι, η ίδια η αγαθοσύνη είναι υπεράνω και των δύο. Είθε Εσύ, ο Θεός μας, μόνος Εσύ μπορείς να σβήσεις τη φλογερή μας δίψα. Εσύ, η αγαθοσύνη στα πάντα, μην αφήνεις αυτούς που σε λατρεύουν να διψούν τόσο πολύ για Σένα μάταια.
Ω υπέρτατη Νόηση, που ποτέ δεν λησμονάς! Ω υπέρτατη Σοφία, χωρίς ίχνος αφροσύνης! Τίποτε από ότι έπλασες στη Σοφία Σου δεν είναι κρυμμένο από Σένα. Τίποτε δεν καταφρονείς από ό,τι δημιουργείς με τη γενναιόδωρη βούληση Σου. Εσύ δημιουργείς τα πάντα. Δεν νοιάζεσαι για το ελάχιστο των γήινων πραγμάτων; Βεβαιότατα, Εσύ νοιάζεσαι, ακόμη και για κείνα που δεν νοιάζονται για Σένα. Δεν φροντίζεις τα ελάχιστα; Δεν τα τρέφεις; Δεν τα ικανοποιείς; Καταφρονείς, λοιπόν, εμάς μόνο που μόνοι πάνω στη γη δεν καταφρονούμε την μεγαλειότητά Σου; Μας αφήνεις να περιπλανιόμαστε χωρίς ανάπαυση ενώ μόνοι εμείς πιστεύουμε πως θα βρούμε ανάπαυση μόνο σε Σένα;
Η ποταπή αχαριστία είναι πολύ μακριά από το Ύψιστο Αγαθό. Η εξαπάτηση είναι πολύ μακριά από την Υπέρτατη Αλήθεια. Αλίμονο! Μας εξαπατάς τούς άθλιους! Πράγματι, μας εξαπατάς, αν μας πληγώνεις με τα βέλη Σου αναγκάζοντάς μας να αναστενάζουμε ακατάπαυστα κάθε μέρα για Σένα. Και δεν θεραπεύεις τις πληγές μας, όταν μας αναγκάζεις να εγκαταλείπουμε τα εγκόσμια για να σε υπηρετήσουμε, αλλά δεν τα αντικαθιστάς με τα αιώνια. Μας εξαπατάς αν έδωσες εντολή, ότι όσοι με ζήλο σε λατρεύουν πρέπει να ζούνε αθλιότερα και από τα ζώα, αλλά δεν προορίζεις για τούτους μια καλύτερη ζωή μετέπειτα. Αλλά αυτό το προορίζεις για μας, και έτσι γεμίζουμε ελπίδα, ω Σωτήρα του κόσμου, μοναδική ασφάλεια και άσυλο της ανθρωπότητας! Σε Σένα υπάρχει ό,τι είναι καλό για τον άνθρωπο, και χωρίς Εσένα τίποτα δεν μπορεί να είναι καλό!
Η τέλεια διαύγεια της νοημοσύνης Σου φωτίζει τη δική μας νοημοσύνη, ώστε να μπορεί να ατενίζει και να παίρνει μορφή μέσα Σου. Η πύρινη αγάπη Σου ανάβει τη δική μας επιθυμία να σε αγαπούμε και μας ενώνει με Σένα. Έτσι και η αιώνια ζωή Σου συνεχώς ανανεώνει τη δική μας ζωή μέσα της. Κι εμείς που προικιστήκαμε με τη νόηση των αθανάτων και με μια βούληση ικανή να κυβερνά θνητούς, πλαστήκαμε πρωταρχικά και κατεξοχήν για ζωή αθάνατη. Χάρη σ’ αυτό, ο νους είναι ενωμένος με την αιωνιότητα και χωρισμένος από την οδύνη των εγκοσμίων. Ο νους συμμετέχει στην αιωνιότητα στον βαθμό που έχει καθυποτάξει τις επιθυμίες για τα εγκόσμια. Έτσι κάθε λειτουργία της ψυχής συνδέεται με την αιωνιότητα με τον δικό της τρόπο: η βούληση με εθελοντικότητα, η νοημοσύνη με κατανόηση, η ζωή με τη διαβίωση. Η αιωνιότητα, περιλαμβάνοντας όλες τις κατώτερες λειτουργίες της ψυχής, την αγκάλιασε κιόλας με την πρωταρχική δράση της σαν ζωή. Επομένως, πανάγαθε Πατέρα, τόσο με τον νόμο της κληρονομικότητας όσο και με τη δώρησή Σου θα μοιραστούμε κάποια μέρα την μακάρια ευτυχία Σου.
Αλλά, σε παρακαλούμε, ας μετέχουμε σ’ αυτήν από τώρα. Σε ικετεύουμε, αν είναι το Θέλημα Σου, ας μετέχουμε σ’ αυτήν τώρα. Αν δεν είναι το θέλημά Σου, επειδή εμείς δεν είμαστε άξιοι, τουλάχιστον ας μη μπλεκόμαστε στις απατηλές γοητείες αυτού του κόσμου και ας μη λυγίζουμε στις απειλές και τα κτυπήματά του. Σπλαχνίσου μας, στοργικέ Πατέρα, σπλαχνίσου τα παιδιά Σου και φρόντιζε για όλους που είναι δικοί Σου. Φρόντιζε, σε ικετεύουμε, φρόντιζε για τους δικούς Σου και παλινόρθωσε αυτούς που Εσύ έπλασες: από Σένα μόνο γεννηθήκαμε και μόνο Εσύ μπορείς να ικανοποιήσεις τον νου και την καρδιά μας με την αγνή Σου αλήθεια και αγαθοσύνη.
Σπλαχνίσου τα παιδιά Σου, που εξορίστηκαν σ’ αυτό το δάσος της οδύνης, τόσο μακριά από την ουράνια πατρίδα τους.
Σε ικετεύουμε, ελέησε μας, είμαστε δικοί Σου και σε λαχταρούμε μέρα και νύχτα, σαν πατέρα και σαν πατρίδα μας. Στην πατρίδα του ο άνθρωπος βρίσκει ειρήνη και το αληθινό αγαθό ενώ στην εξορία υπάρχει ανασφάλεια, απατηλά αγαθά και πραγματική κακία. Στη ζωή μας απομακρυνόμαστε από το κακό μόνο για λίγο, και, φαίνεται, μόνο για λίγο γευόμαστε κάτι από το αληθινό αγαθό και την ειρήνη. Για λίγο, επίσης, και μόνο με αποφασιστικότητα του νου ή τη δύναμη της αφοσίωσης καταφεύγουμε σε Σένα.
Ακριβέ Πατέρα απόδιωξε ότι μας χωρίζει από Σένα τόσο καιρό – δυσπιστία, απελπισία και αδιαφορία. Δώσε μας πάλι ότι μας ενώνει σε Σένα – πίστη αληθινή, ελπίδα σταθερή και αγάπη που δεν σβήνει. Ω Φως κάθε φωτός, ω Ζωή κάθε ζωντανού, δώσε μας πάλι αυτές τις ιδιότητες να μη μένουμε μονάχοι μας, χωρισμένοι από Σένα, και σαν τους νεκρούς, να βυθιστούμε στο σκότος το εξώτερο. Είθε, εμείς που ζήσαμε με αφοσίωση για Σένα, να ζήσουμε τώρα πνευματικά όσο και αιώνια. Μέσα σε Σένα, είθε να καιγόμαστε και να λάμπουμε και να αγαλλιάζουμε τυλιγμένοι στη φλόγα Σου. Είθε να χαιρόμαστε τη μακάρια ευτυχία Σου στην αιωνιότητα, πέρα από το μέτρο κάθε επιθυμίας μας. Είθε να αγαπήσουμε άπειρα, χωρίς καμιά απόσπαση, το άπειρο κάλλος Σου και χωρίς κορεσμό να χαιρόμαστε αιώνια την απεριόριστη αγαθοσύνη Σου.