Μετά την επάνοδό του στην ανθρώπινη μορφή, ο Πρίγκιπας γύρισε ξανά στη μορφή του Μαύρου Ταύρου με την ανατολή του ήλιου. Πήρε στη ράχη του την όμορφη κοπέλα και ταξίδεψε όλη μέρα ωσότου έφθασαν σε μια λαγκαδιά βραχώδη και σκυθρωπή. Είπε στην κοπέλα να καθίσει σε έναν ογκώδη βράχο.
“Μείνε! Εγώ πάω να αντιμετωπίσω την Παλαιά Δύναμη. Αν το κατορθώσω, όλα γύρω σου θα λουστούν σε γαλάζιο χρώμα. Αν νικηθώ, κόκκινο χρώμα. Εσύ όμως δεν πρέπει να κουνηθείς από εδώ, ούτε να κουνήσεις χέρια ή πόδια!”
Είπε και μουγκρίζοντας έφυγε. Και η ωραία κόρη κάθισε ήσυχα. Και πέρασε μια δεύτερη μέρα και ξάφνου όλα έγιναν γαλάζια. Μα στη χαρά της ξέχασε την οδηγία και αυθόρμητα χτύπησε παλαμάκια! Και περίμενε και περίμενε και περίμενε. Μα ο Πρίγκιπας παρότι την αναζήτησε δεν την βρήκε γιατί δεν την έβλεπε κι εκείνη δεν έβλεπε εκείνον!
Έτσι ο καθένας πήρε τον χωριστό του δρόμο.
Η κοπέλα αποφάσισε να ψάξει όλο τον κόσμο να τον βρει και πήγε προς την πρωτεύουσα. Ταξίδεψε ανατολικά πολλά μερόνυχτα και μήνες, ωσότου μια καλοσυνάτη γριά τη δέχτηκε στην αγροικία της και της πρόσφερε φαγητό και στέγη.
“Συνέχισε,” τη συμβούλεψε και της έδωσε ένα καρύδι. “Αν βρεθείς σε δυσκολία σπάσε το και θα έχεις βοήθεια.”
Η κοπέλα συνέχισε το ταξίδι της μα συνάντησε έναν λόφο γυάλινο. Αυτόν δεν μπορούσε να τον ανέβει, ούτε να τον παρακάμψει από μια ή άλλη μεριά. Έμοιαζε ατελείωτος. Συνέχισε λοιπόν προς την ανατολή, προς την πρωτεύουσα. Λίγο πιο πέρα συνάντησε έναν σιδερά που θα της έφτιαχνε μπότες με σιδερένια δόντια για να μπορέσει να ανέβει τον λόφο του γυαλιού. Μα έπρεπε να μείνει να τον φροντίσει επτά μήνες. Και αυτό έκανε. Μετά ανέβηκε τον λόφο και προχώρησε προς το παλάτι.
Στο πρώτο χωριό που έφτασε άκουσε πως ο Πρίγκιπας του Νοροβή θα παντρευόταν σύντομα. Γεμάτη αγωνία και λύπη συνέχισε το ταξίδι της κι έφτασε στο παλάτι έξω από την πόλη. Κι εκεί στον μεγάλο κήπο είδε τον Πρίγκιπα και τη γυναίκα που θα παντρευόταν, τη μάγισσα που νικήθηκε μα ήξερε πως η σεμνή κόρη κουνήθηκε κι έτσι δεν μπορούσε να δει τον καλό της πλέον κι εκείνος εκείνη. Κι έσπασε το καρύδι για βοήθεια.
Μέσα από το καρύδι ξεπετάχτηκε ένα μικρό ξωτικό που ύφαινε με χρυσή κλωστή. Κρατώντας το μαζί της γλίστρησε μέσα από τον φράχτη και το έδειξε στην μάγισσα. Εκείνη κατενθουσιάστηκε με τη νέα μαγεία και είπε πως την ήθελε και θα έδινε ό,τι ζητούσε η νέα. Η κοπέλα της ζήτησε να την αφήσει να φροντίσει το δωμάτιο του Πρίγκιπα για κείνο το βράδυ και της έδωσε το μικρό ξωτικό. Μα η πονηρή μάγισσα υποπτεύθηκε κάτι και για σιγουριά έβαλε δυνατό υπνωτικό στο κρασί του Πρίγκιπα το οποίο έπαιρνε κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί.
Μα ο πιστός υπηρέτης του Πρίγκιπα που μισούσε τη μάγισσα για το κακό που είχε κάνει στον κύριό του αντικατέστησε το κύπελο γιατί δεν εμπιστευόταν καθόλου τη μάγισσα. Έτσι όταν η κοπέλα ήρθε για να φροντίσει το δωμάτιο, ο Πρίγκιπας, ολότελα ξύπνιος, την αναγνώρισε αμέσως και κάθε ίχνος της μαγγανείας εξατμίστηκε. Οι δυο αγκαλιάστηκαν και για πολλή ώρα με πολλή ευχαρίστηση διηγήθηκαν όσα είχαν περάσει.
Η μάγισσα είδε πως όλα είχαν χαθεί για τον εαυτό της κι εξαφανίστηκε από τη χώρα για πάντα.
Όσο για τον γάμο, τίποτα δεν άλλαξε – μόνο η νύφη!