Μ70: Ο βαρκάρης και ο λόγιος

Μ70: Ο βαρκάρης και ο λόγιος

- in Μυθιστορία
0

Ο βαρκάρης ζούσε με την οικογένειά του σε μια καλύβα από λάσπη και κλαδιά στην άκρη του χωριού, κοντά στο ποτάμι, κοντά στη μεγάλη πόλη. Ήταν αγράμματος και φτωχός, όπως ο πατέρας του και ο παππούς και ο προπάππος του πριν από αυτόν.

Κωπηλατούσε από νωρίς το πρωί ως αργά, κάποτε και μετά τη δύση του ήλιου για να κερδίζει τα προς το ζην και να συντηρεί γυναίκα και παιδιά. Και τα κατάφερνε, γιατί το μέρος ήταν πέρασμα για πολλούς. Μα υπήρχαν και μέρες που λίγοι μόνο ταξιδιώτες παρουσιάζονταν. Υπήρχαν και μέρες κυρίως την εποχή των μουσώνων που έβρεχε κατακλυσμικά και το ποτάμι φούσκωνε και το ρεύμα κατέβαινε ορμητικά με μεγάλα άγρια κύματα και καμιά φορά η βάρκα ανατρεπόταν.

Μα τα κατάφερνε και το σώμα του είχε δυναμώσει από τις σκληρές συνθήκες της κωπηλασίας και του καιρού. Είχε μάθει να τις αντιμετωπίζει με υπομονή και πίστη. Αλλιώς, δεν είχε κανενός είδους γνώση – μόνο την πίστη και αφοσίωση στη θεότητα του ποταμού, που έδινε ζωή με το νερό του στις καλλιέργειες στις δυο όχθες κατά μήκος του ποταμού.

Ήταν πάλι ο μήνας των μουσώνων μα η μέρα ήταν ηλιόλουστη. Έτσι με χαρά πήρε τον λόγιο να τον μεταφέρει στην άλλη όχθη. Και λόγιος που κρατούσε μια τσάντα με βιβλία ήταν χαρούμενος, αφού ο καιρός ήταν ωραίος και η βλάστηση γυρνούσε στα βαθιά χρώματα του φθινοπώρου.

Ήταν απόγευμα και ο ήλιος κατέβαινε και λιγόστευε το φως, ενώ λίγα σύννεφα εμφανίστηκαν από τον βοριά και τη δύση. Και τότε ο λόγιος ρώτησε τον βαρκάρη, αν γνώριζε για το σύμπαν και τα άστρα. Εκείνος απάντησε απλά ‘όχι’.

‘Δίχως γνώση των ουράνιων σωμάτων’, είπε ο λόγιος με έκπληξη για την άγνοια του βαρκάρη, ‘η μισή ζωή σου είναι χαμένη’!

Ο βαρκάρης λυπήθηκε που η μισή ζωή του χανόταν. Συνέχισε να κωπηλατεί μα ένιωθε συγχρόνως άχρηστος. Και ο λόγιος τον ρώτησε.

‘Μήπως ξέρεις για την ανάπτυξη του πολιτισμού και την ιστορία του τόπου μας;’

Και όταν ο βαρκάρης πάλι αποκρίθηκε απλά ‘όχι’ δεν ήξερε τίποτα, ο λόγιος του είπε πως τα τρία τέταρτα της ζωής του ήταν χαμένα και δεν μπορούσε να συνεισφέρει στην κοινωνία. Και ο βαρκάρης συνέχισε να κωπηλατεί με θλιμμένη διάθεση.

Στο μεταξύ σηκώθηκε δυνατός άνεμος και τα σύννεφα πύκνωσαν. Το φως λιγόστεψε. Τα νερά φούσκωσαν και ψήλωσαν απειλητικά κύματα και απότομα ξέσπασε η καταιγίδα με δυνατή βροχή και αστραπές.

Ο λόγιος χλώμιασε κι έτρεμε από φόβο. Ο βαρκάρης ξέχασε τη θλίψη του για την άγνοιά του και την αχρηστία του κι έδωσε προσοχή στη διαχείριση της βάρκας. Ήταν εξοικειωμένος με τέτοιον καιρό και μερικές φορές η βάρκα είχε αναποδογυριστεί μα πάντα γλίτωνε.

‘Κύριε’ είπε στον λόγιο που καθόταν φοβισμένος. ‘Ξέρετε να κολυμπάτε; Γιατί μπορεί να πέσουμε στο νερό.’ Και όταν ο άλλος του απάντησε τρομαγμένος ‘Όχι’ δεν ήξερε, του είπε: ‘Κύριε, τώρα έχετε κίνδυνο να χάσετε όλη σας τη ζωή. Προσευχηθείτε στον Θεό να σας φυλάξει’.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *