Μ73: Η χρυσή ταμπακέρα (3)

Μ73: Η χρυσή ταμπακέρα (3)

- in Μυθιστορία
0

Ο Πίτερ, ο χρυσαετός και το ποντίκι περίμεναν πολύ. Κάποια ώρα εμφανίστηκε ο βάτραχος και πήρε βαθιές ανάσες έτσι που φούσκωναν οι καφέ βούλες του. Μετά τους είπε πως “όχι δεν τη βρήκα. Ξαναβουτώ!”

Αυτή τη φορά περίμεναν ακόμα περισσότερο. Επιτέλους ο βάτραχος εμφανίστηκε πάλι και αυτή τη φορά έφερε την ταμπακέρα. Χαρούμενοι όλοι τώρα φώναξαν “Πάμε πίσω!” και ο χρυσαετός γρήγορα τους μετέφερε στον βασιλιά του.

“Και πού είναι το κάστρο πάνω στις χρυσές κολόνες;” Φώναξε θυμωμένος ο Γαλάζιος Αετός που ήθελε να δει το κτήριο για το οποίο έγινε τόση φασαρία. “Έχεις ως αύριο την ανατολή, Πιτ, να το φέρεις εδώ. Αλλιώς – ” άφησε την απειλή του ασυμπλήρωτη μα με την έννοια κατανοητή.

Ο Πίτερ άνοιξε τη ταμπακέρα και τα τρία ξωτικά χάρηκαν να δουν ξανά τον παλιό κύριο τους που ήξερε πώς να τα διατάζει. Διότι ο υπηρέτης τα καλούσε άσκοπα μόνο για να τα βλέπει. Άκουσαν τώρα τις εντολές του.

Το επόμενο πρωί μαζί με την ανατολή εμφανίστηκε και το μαγικό μα πολύ υλικό κάστρο. Ο βασιλιάς χάρηκε που το είδε και ο Πιτ με τον βάτραχο έφυγαν για τον Μεγάλο Βάλτο. Μα κι εκεί ο βασιλιάς γκρίνιαξε “κρο, κρο” και απαίτησε να δει το κάστρο. Πάλι ο Πιτ διέταξε τα ξωτικά να μετακινήσουν το κάστρο κι αυτά το έκαναν. Το ίδιο έγινε και στο παλάτι του βασιλιά των ποντικών. Μα αυτή τη φορά τα ξωτικά ξέσπασαν με οργή.

“Μα τι έχεις πάθει; Κάθε μέρα η ζωή σου κινδυνεύει; Για πρόσεχε λίγο!”

Πάντως εκτέλεσαν τις εντολές του Πιτ για άλλη μια φορά. Από το παλάτι των ποντικών ο νέος άντρας πήρε το άλογό του και ταξίδεψε πίσω στο σπίτι της γυναίκας του που είχε αδυνατίσει από τη θλίψη της θεωρώντας πως είχε πεθάνει ή χαθεί και δεν θα τον ξανάβλεπε. Και ο πεθερός του επίσης χάρηκε ξανά μα τον απείλησε πως αν το κάστρο δεν ήταν στη θέση του στη μέση της λίμνης θα έχανε τη ζωή του. Ως συνήθως, ως τις 8:00 του επόμενου πρωινού!

Ο Πιτ είχε πάλι λόγο να ζητήσει τη βοήθεια των ξωτικών. Μα είδε πως ήταν τρομερά εξοργισμένα με τις αλλεπάλληλες κλήσεις του τον τελευταίο καιρό. Από την άλλη δεν μπορούσε να αποφύγει την αντιπαράθεση. Αποφάσισε να περιμένει ως το πρωί και λίγα λεπτά πριν τις οκτώ άνοιξε την ταμπακέρα.

Το τι χασμουρητά και βογγητά, τι φωνές και βρισιές, άκουσε δεν λέγεται, καθώς τα ξωτικά τεντώνονταν και τρέκλιζαν στον αέρα πεταρίζοντας. Πώς κατάφερνε να είναι ετοιμοθάνατος κάθε μέρα σχεδόν; Μήπως θα ήταν καλύτερα να πεθάνει μια και καλή και να ησυχάσουν οι πάντες;

Μα ο Πιτ, με τον πρώτο χτύπο των 8:00, τα διέταξε με αυστηρό τόνο να κάνουν αυτό που έλεγε.

“Τελευταία φορά! Τελευταία φορά!” Στρίγγλισαν τα ξωτικά κι εξαφανίστηκαν αμέσως.

Με τον τελευταίο χτύπο της καμπάνας, το χαμένο κάστρο επανήλθε στο κέντρο της λίμνης. Όχι όμως τα ξωτικά. Αυτά δεν εμφανίστηκαν ξανά. Η ταμπακέρα έμεινε ανοιχτή. Μα ευτυχώς ο Πίτερ και η οικογένειά του δεν την ξαναχρειάστηκαν. Η κατάρα είχε εξαντληθεί κι έζησαν τις μέρες και τα χρόνια της υπόλοιπης ζωής τους ευτυχισμένα.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *