Ζούσε στο ιερό άλσος του Γκαοτάμα ένας ερημίτης σοφός που λεγόταν Μαχάταπας. Αυτός μια μέρα είδε να πέφτει από το ράμφος ενός περαστικού κόρακα ένα μικρό ποντίκι πολύ κοντά στην καλύβα του. Γεμάτος συμπόνια, βλέποντας πως δεν έπαθε τίποτα, πήρε το ποντικάκι και το ανέθρεψε με σπυριά άγριου ρυζιού.
Καθώς το ποντίκι μεγάλωνε, μια μέρα μια γάτα του επιτέθηκε να το φάει. Ο σοφός έτυχε να δει το περιστατικό και να διαπιστώσει ότι το ποντίκι έτρεμε από το φόβο του. Παίρνοντάς το λοιπόν, μέσω της μεγάλης δύναμης που είχε η αγνότητα της καρδιάς του, το μεταμόρφωσε σε δυνατό γατί.
Αργότερα ένας μεγάλος σκύλος επιτέθηκε στο γατί, που πάλι κινδύνεψε και τρομοκρατήθηκε. Έτσι ο σοφός το έκανε σκύλο. Αλλά και ο σκύλος μια μέρα είδε κάποιον τίγρη και φοβήθηκε, οπότε πάλι χάρη στη μεσολάβηση του Μαχάταπα μεταμορφώθηκε σε τίγρη. Ο ερημίτης βέβαια, κοιτούσε τον τίγρη με το ίδιο μάτι συμπόνιας όπως παλαιότερα το ποντίκι και όλα τα πλάσματα.
Ο ποντικο-τίγρης, όμως άρχισε να νοιώθει δυσφορία. Καθώς περνούσε από μια κοντινή κοινότητα άκουσε ένα χωρικό να λέει σε άλλον “Να και το ποντίκι που χάρη στον καλό ερημίτη μας έγινε τίγρης”. Όσο το σκεφτόταν αυτό ο τίγρης τόσο λιγότερο του άρεσε. “Καθόσον ζει αυτός ο ερημίτης, αυτή η ατιμωτική ιστορία της καταγωγής μου δεν πρόκειται να ξεχαστεί”, συλλογίστηκε δίχως πολλή ευθυκρισία. Με τέτοιες σκέψεις αποφάσισε να επιτεθεί και να σκοτώσει το σοφό.
Ο σοφός όμως στην καθαρή καρδιά του είδε τι ετοιμάστηκε να κάνει το ζώο και η προσοχή του στράφηκε σ’ εκείνο: “Άντε ξαναγίνε ποντίκι!” είπε. Αμέσως, με τη μεγάλη δύναμη της αγνότητας της καρδιάς του σοφού, ο αγνώμων τίγρης επέστρεψε στην πρότερη μορφή του ως ποντίκι.