Μ91: Ογιούκι – η Χιονάτη (Ιαπωνική)

Μ91: Ογιούκι – η Χιονάτη (Ιαπωνική)

- in Μυθιστορία
0

Όταν πέθαναν οι γονείς του Μινοκίτσι, ο καλός γέροντας ξυλοκόπος Μοσάκου υιοθέτησε το ορφανό. Ο Μινοκίτσι μεγάλωσε στη φροντίδα της γυναίκας του Μοσάκου, την οποία θεωρούσε μητέρα, και νωρίς ακολούθησε τον «πατέρα» του στο δάσος – ξυλοκόπος κι αυτός. Κάθε μέρα πήγαιναν σ’ ένα δάσος 5-6 χλμ. μακριά από το χωριό τους και μάζευαν τα ξύλα που πουλούσαν.

Ο Μινοκίτσι ήταν δεκαοχτώ ετών όταν πέθανε ο Μοσάκου. Ήταν χειμώνας. Μια χιονοθύελλα τους έπιασε καθώς γύριζαν από το δάσος στο σούρουπο με τα φορτία τους. Λόγω κρύου και σκοταδιού αναγκάστηκαν να καταφύγουν σε μια έρημη καλύβα. Δεν υπήρχε παράθυρο, μόνο η πόρτα. Δεν υπήρχε τζάκι ή μαγκάλι για να ανάψουν κάποια φωτιά και να ζεσταθούν. Αμπάρωσαν την πόρτα και ξάπλωσαν να αναπαυθούν τυλιγμένοι στα αχυρένια αδιάβροχά τους. Νόμιζαν πως η θύελλα θα σταματούσε γρήγορα.

Ο Μινοκίτσι άκουγε τον αέρα να βογκά και το χιόνι να χτυπά τους τοίχους της καλύβας σφυρίζοντας. Πρόχειρα φτιαγμένη από πλίνθους η καλύβα έτριζε και κουνούσε ολόκληρη. Παρά το κρύο αποκοιμήθηκαν. Ο νεαρός ξύπνησε νιώθοντας ένα στρόβιλο χιονιού να περνά πάνω από το κεφάλι του. Γύρισε και είδε την πόρτα ανοιχτή. Στην αντανάκλαση του χιονιού είδε επίσης μια γυναίκα – παράξενη, ντυμένη ολόλευκα – να σκύβει πάνω από τον Μοσάκου και να φυσά την ανάσα της στο πρόσωπό του – σαν συννεφάκια ομίχλης. Ακαριαία η γυναικεία μορφή γύρισε κι έσκυψε πάνω από τον νέο. Το πρόσωπό της ήταν πολύ κοντά του. Ω! ήταν τόσο όμορφη! Μα τα μάτια της ήταν λαμπερά, γκρίζα και κρύα προκαλώντας φόβο. Ο Μινοκίτσι προσπάθησε να μιλήσει, ν’ ανοίξει το στόμα του, μα δεν μπορούσε.

«Είσαι όμορφο αγόρι, Μινοκίτσι» ψιθύρισε η λευκοφόρα γυναίκα. «Γι’ αυτό δε θα πάθεις τίποτα τώρα, όμως πρόσεχε! Αν πεις λέξη γι’ αυτό που είδες απόψε – ακόμα και στη μητέρα σου – θα το ξέρω και θα σε θανατώσω. Να θυμάσαι!»

Το πρωί δύο κυνηγοί βρήκαν τους δύο άντρες στην καλύβα. Η θύελλα είχε κοπάσει. Ο Μοσάκου είχε πεθάνει από το κρύο. Ο Μινοκίτσι ήταν παγωμένος αλλά ζωντανός και με τη φροντίδα της χήρας μητέρας του ανάρρωσε γρήγορα. Τρόμαζε όταν θυμόταν την οπτασία της ασπροντυμένης γυναίκας αλλά δεν ήταν σίγουρος αν ήταν όνειρο ή πραγματικότητα. Θυμόταν και την απειλή της κι έτσι δεν είπε τίποτα για εκείνη σε κανέναν.

Οι μέρες περνούσαν κι ο Μινοκίτσι ξαναγύρισε στη δουλειά του ξυλοκόπου, μόνος πια. Ένα βράδυ του επόμενου χειμώνα, λίγο έξω από το χωριό, συνάντησε μια κοπέλα που πήγαινε στην ίδια κατεύθυνση. Ήταν λεπτοκαμωμένη με όμορφο πρόσωπο κι ευχάριστη φωνή. Αφού χαιρετίστηκαν με σεβασμό, έπιασαν κουβέντα. Το κορίτσι λεγόταν Ογιούκι (κοινό όνομα που σημαίνει Χιονάτη). Πρόσφατα είχε χάσει και τους δυο γονείς της και πήγαινε στο Γέντο όπου ζούσαν οι θείοι της που θα της έβρισκαν ίσως εργασία σε κάποιο αρχοντικό ως υπηρέτρια. Ο νεαρός μαγεύτηκε από την ωραία κοπέλα και της ζήτησε να τον παντρευτεί και να μείνει μαζί τους. Η Ογιούκι επίσης έδειχνε να ελκύεται από τον αρρενωπό ξυλοκόπο και δέχτηκε να πάει σπίτι του και να γνωρίσει τη μητέρα του.

Η Ογιούκι δεν πήγε στο Γέντο. Η παρουσία και η συμπεριφορά της άρεσε στη μητέρα του Μινοκίτσι. Έτσι οι δυο νέοι παντρεύτηκαν. Η Ογιούκι αποδείχτηκε καλή σύζυγος και καλή θυγατέρα.

Μετά από πέντε χρόνια η μητέρα πέθανε και τα τελευταία της λόγια ήταν έπαινοι κι ευλογίες για την Ογιούκι. Στο ίδιο διάστημα η Ογιούκι γέννησε ισάριθμα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, όλα όμορφα και γεμάτα υγεία. Όλο το χωριό την αγαπούσε και τη θεωρούσε εξαιρετική γυναίκα. Σε όλους έκανε εντύπωση ότι, παρά τις γέννες, το πρόσωπό της έμενε νεανικό και το κορμί της λεπτό και λυγερό. Ενώ οι χωρικές, ειδικά μετά από τεκνοποιία, γερνούν σχετικά γρήγορα, η Ογιούκι διατήρησε τη φρεσκάδα της ακόμα κι όταν γέννησε άλλα πέντε παιδιά.

Ένα βράδυ, αφού κοιμήθηκαν τα παιδιά, η Ογιούκι κάθησε να κεντήσει στο φως της χάρτινης λάμπας. Ο άντρας της καπνίζοντας πλάι στο τζάκι την κοιτούσε με αγάπη. Ήταν χειμώνας και η χιονοθύελλα μαινόταν έξω. Ο αγέρας λυσσομανούσε και το χιόνι χτυπούσε τους τοίχους σφυρίζοντας. Βλέποντας τη γυναίκα του να σκύβει πάνω στο κέντημά της, θυμήθηκε εκείνη τη λευκοφόρα μορφή κείνο το βράδυ να σκύβει πάνω από τον Μοσάκου.

«Η ομορφιά σου μου θυμίζει μια άλλη γυναίκα», της είπε, «Ω όχι, δεν ήταν γυναίκα μα ξωτικό, νεράιδα, ποιος ξέρει…»

Και της μίλησε για κείνο το βράδυ και τη Λευκή Μορφή.

Και τότε απότομα η γυναίκα του εξαϋλώθηκε. Το σώμα της ψήλωσε κι έγινε αχνό σα νιφάδες χιονιού και τα μάτια της γκρίζα και κρύα. Ήταν εκείνη η λευκή οπτασία πάλι.

«Ω άντρα μου, ήμουν εγώ, η Ογιούκι… Μα σου είπα πως θα σε σκότωνα αν το έλεγες ποτέ σε κανένα. Έχε χάρη που σ’ αγάπησα και γέννησα τα παιδιά μας. Αν δε τα φροντίζεις σίγουρα θα γυρίσω και θα σε σκοτώσω. Τώρα φεύγω.»

Η φωνή της έγινε σαν το βογγητό του αέρα και το σφύριγμα του χιονιού και έσβησε όπως διαλύθηκε η μορφή της σε μια ανάσα φωτεινής ομίχλης που χάθηκε κυματιστά μέσα στην καμινάδα.

Συχνά ο Μινοκίτσι καθόταν στη χιονοθύελλα κι άκουγε τον άνεμο να φυσά και να βογγά, άκουγε το χιόνι να σφυρίζει και να μαίνεται και σκεφτόταν την όμορφη Ογιούκι. Όμως η Λευκή Οπτασία, η αγαπημένη του Χιονάτη δεν ξαναπαρουσιάστηκε.

Έτσι έμαθε και δίδαξε στα παιδιά του πως πρέπει να τηρείς την υπόσχεσή σου!

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *