Η όμορφη κόρη πάντα είχε το ξύλινο μπαλάκι της από όσο θυμόταν – που της είχε δώσει ο πατέρας της, ο μάστορας ξυλουργός. Ήταν από ξύλο καρυδιάς και γυάλιζε τόσο που αντανακλούσε το περιβάλλον.
Τα έφερε η Μοίρα και μικρή κοπέλα ακόμα συνάντησε τον γιο του σιδερά και τον ερωτεύτηκε, όπως κι εκείνος εκείνη. Και περίμεναν να μεγαλώσουν να το πουν στους γονείς τους και να παντρευτούν.
Κάθε χρόνο την άνοιξη γινόταν μεγάλο πανηγύρι και πήγε και η κόρη με τη μητέρα της να δει τους πάγκους με τα πολλά και ποικίλα αγαθά – ρούχα, κοσμήματα, παιχνίδια, μπαχαρικά, αρώματα εξωτικά και τόσα άλλα. Εκεί ερχόταν κι ένας μάστορας που δεν μιλούσε κι επιδιόρθωνε σκεύη κι εργαλεία, και ακόνιζε μαχαίρια και ψαλίδια. Είχε την πιο μεγάλη καρότσα.
Η μικρή είχε μαζί της τη ξύλινη μπάλα της. Μα καθώς αυτή έχανε την αρχική της λάμψη, ρώτησε τον σιωπηλό μάστορα αν μπορούσε να την κάνει να γυαλίζει όπως παλιά. Κι εκείνος μίλησε.
“Ναι θα της δώσω ένα λούστρο που δεν χαθεί ποτέ. Μα αν χάσεις τη μπάλα θα χαθείς κι εσύ πεθαίνοντας από τους ανθρώπους.”
Η μικρή δέχτηκε γελώντας. Εκείνος δίχως άλλη κουβέντα χάθηκε για λίγο στο σκοτεινό βάθος της καρότσας του πίσω από τον πάγκο του και γύρισε φέροντας τη μπάλα που έλαμπε σαν χρυσάφι. Ήταν χρυσάφι σε όλη την επιφάνεια. Η μικρή τον ευχαρίστησε και πήγε να βρει τη μητέρα της σε έναν πάγκο με κεντήματα. Μετά γύρισαν μαζί στο σπίτι.
Η κόρη έπαιζε με τη χρυσή της μπάλα στην αυλή μαζί με την κατσίκα ή τις κότες. Μα μια μέρα, στον μήνα Αύγουστο που ο πατέρας έλειπε σε ταξίδι, έριξε δυνατά τη μπάλα κι αυτή βγήκε στον δρόμο και κύλησε σε χαντάκι κι εξαφανίστηκε. Έτρεξε και η κόρη μα όσο κι αν κοίταξε, όσο κι αν έψαξε στο χαντάκι, σε θάμνους και στις αυλές τριγύρω, δεν τη βρήκε.
Τότε μερικά κορίτσια που την ζήλευαν την κατηγόρησαν πως ήταν μάγισσα και ο δήμαρχος που ήταν αστυνόμος και δικαστής την καταδίκασε σε θάνατο με απαγχονισμό. Και η κόρη θυμήθηκε τον όρο που είχε βάλει ο μάστορας.
Μα ο αγαπημένος της, ο νεαρός σιδεράς, μόλις έμαθε τα καθέκαστα πήγε στο σπίτι της κόρης κι έψαξε κι αυτός στον δρόμο και στο χαντάκι όπου κύλησε η μπάλα. Μόνο σ’ ένα σημείο υπήρχε άνοιγμα σε μια καγκελόφραχτη αυλή απ’ όπου ίσως να είχε φύγει η μπάλα. Ήταν μια παλιά μονοκατοικία με καμαρωτά παράθυρα στον επάνω όροφο. Ήταν ωραία μα έμοιαζε εγκαταλελειμμένη εδώ και χρόνια, παρότι το γρασίδι στην αυλή ήταν καταπράσινο.
Η καγκελόπορτα δεν άνοιγε. Ο νέος βεβαιώθηκε πως το σπαθί του ήταν στερεωμένο καλά, ανέβηκε τα κάγκελα και πήδηξε κάτω στο μαλακό γρασίδι. Στην αυλή έψαξε γύρω γύρω πολύ ώρα μα δεν βρήκε τη μπάλα κι όλη την ώρα ένιωθε σαν κάποιος να τον παρακολουθούσε.˙ μα δεν είδε κανέναν ούτε στα παράθυρα. Μπήκε στο σπίτι μα ούτε κι εκεί μέσα στο καθιστικό και την κουζίνα βρήκε τη μπάλα. Και τότε άκουσε από το σβηστό τζάκι ένα σφύριγμα να κατεβαίνει από την καμινάδα κι έγινε μια φωνή απόκοσμη που του είπε πως “Ναι η μπάλα ειν’ εδώ, μα θα πρέπει να μείνεις τρείς νύχτες για να τη βρεις!”
Βέβαια και θα έμενε – για να σώσει την αγαπημένη του.
Ο ήλιος κατέβαινε κι έξω στην αυλή οι ίσκιοι μάκραιναν και μέσα στο σπίτι το φως λιγόστεψε. Μέσα από τους ίσκιους του φάνηκε πως εμφανίστηκαν μπαμπούλες, ξωτικά που άλλαζαν μορφή και γλιστρούσαν σαν αέρας και χάνονταν κι εμφανίζονταν ξανά. Ένιωσε φόβο μα τον αγνόησε κι ανέβηκε στον όροφο. Έψαξε βιαστικά στο λιγοστό φως μα δεν βρήκε τη μπάλα. Και ξαφνικά άκουσε βήματα.
Κρύφτηκε πίσω από την ανοιγμένη πόρτα. Τότε μπήκε μέσα ένα μεγάλο ξωτικό, σκοτεινό και φοβερό στην όψη κι ο νεαρός ένιωσε σαν να του έφευγε όλη του η ενέργεια. Το γιγάντιο πλάσμα μη βλέποντας τίποτα ενδιαφέρον πλησίασε το παράθυρο και στο ένα χέρι κρατούσε τη χρυσή μπάλα! Ο νεαρός βρήκε να έχει ενέργεια, έσυρε το σπαθί του και με μια γρήγορη κίνηση έκοψε το κεφάλι του μπαμπούλα. Αυτός έγινε αμέσως σκόνη μαζί και η χρυσή μπάλα και διαλύθηκε στον αέρα και στη σκοτεινιά. Παραξενεμένος μα ακλόνητος στην απόφασή του ο νεαρός κοιμήθηκε.
Την άλλη μέρα, αφού δούλεψε με τον πατέρα του στο σιδηρουργείο, όταν βράδιαζε πήγε στο ίδιο σπίτι. Αυτή τη φορά δεν έψαξε, μα περίμενε στον όροφο.
Δεν περίμενε πολύ. Μετά τη δύση, ένας ανεμοστρόβιλος σηκώθηκε στην αυλή κι έκανε τον γύρο του κτηρίου. Μετά ο άνεμος φυσούσε και σφύριζε κι ήταν σαν να έπεφταν αστραπές. Ο νεαρός όμως ξεχώρισε τα βήματα που ανέβαιναν τη σκάλα και κρύφτηκε πάλι πίσω από την πόρτα.
“Πού είσαι αδερφέ μου;” φώναζε και μπήκε φουριόζικα στο δωμάτιο ένα νέο γιγάντιο ξωτικό κρατώντας κι αυτό τη μπάλα!
Ο νέος σιδεράς με δυο δυνατά απανωτά χτυπήματα στη μέση το έκοψε στα δύο. Κι αυτό όπως το πρώτο εξαϋλώθηκε στον αέρα μαζί με τη χρυσή μπάλα.
Το τρίτο βράδυ ο νέος πήρε πάλι τη θέση του στον όροφο και περίμενε.
Με τις τελευταίες ηλιαχτίδες στην αυλή παρουσιάστηκε τρίτο ξωτικό που αχνόφεγγε και περπατούσε χορευτικά σα να μην άγγιζαν τα πόδια του το χορτάρι. Ήταν κι αυτό άγριο στην όψη μα φωτεινό. Ο νέος καταγοητεύτηκε μα κατάλαβε πως αυτή η ομορφιά ήταν πιο επικίνδυνη από τον μπαμπούλα της πρώτης νύχτας.
Χωρίς δισταγμό, μόλις έκανε τα πρώτα του βήματα το ξωτικό, ο νέος το χτύπησε στην πλάτη στο ύψος της καρδιάς με το ένα χέρι και με το άλλο άρπαξε τη χρυσή μπάλα. Το ξωτικό εξαϋλώθηκε σε απαλό ήχο μελωδίας μα η μπάλα έμεινε με τον νέο. Ναι, ήταν η χρυσή μπάλα!
Στο μεταξύ ο δήμιος είχε κάνει όλες τις προετοιμασίες το προηγούμενο βράδυ – το ικρίωμα και την αγχόνη. Και τώρα με την ανατολή οδήγησε την κοπέλα στο ικρίωμα. Γύρω στην πλατεία είχε μαζευτεί κόσμος και οι κοπέλες που την είχαν κατηγορήσει.
“Κόρη με καλούς γονείς και μ’ όμορφους τρόπους, έχασες τη μπάλα τώρα και θα κρεμαστείς. Πες μια προσευχή πριν χαθείς απ’ τους ανθρώπους”. Ο δήμιος είπε και η κόρη νόμισε πως είδε κάτω από τη μάσκα τα μάτια του μάστορα που της είχε δώσει τη μπάλα χρυσή. Και μετά ήταν σα να έβλεπε τα μάτια του πατέρα της. Και μια ελπίδα την πλημμύρισε πως δεν θα χανόταν.
“Περίμενε, περίμενε!” είπε, “Να, έρχεται η μητέρα μου και νομίζω φέρνει τη χρυσή μπάλα!”
Μα η μητέρας της είπε θλιμμένα:
“Κόρη μου κόρη μου με τους όμορφους τρόπους, λυπημέν’ ήρθα κι εγώ μόνο για να σε δω που πεθαίνοντας φεύγεις από τους ανθρώπους!”
Ο δήμιος επανέλαβε τα λόγια του.
Τότε η κόρη είπε: “Περίμενε, περίμενε!”
“Να, έρχεται ο αδελφός μου με τη μπάλα!”
Μα και ο αδελφός της είπε λυπημένα:
“Καλή μου αδελφή με τους όμορφους τρόπους, θλιμμένος ήρθα κι εγώ τώρα για να σε δω που πεθαίνοντας φεύγεις από τους ανθρώπους!”
Και τότε ο δήμιος, που τώρα θύμισε στην κόρη και τον δήμαρχο, της είπε:
“Έλα φτάνει! Όχι άλλο παιχνίδι!”
Μα τότε φάνηκε στο πλήθος ο νεαρός σιδεράς να έρχεται βιαστικά κρατώντας τη χρυσή μπάλα:
“Αγαπημένη μου, με τους όμορφους τρόπους˙ Φέρνω τη μπάλα τη χρυσή. Πες μια προσευχή κι ευχαριστία που μένεις με τους ανθρώπους!”
Η χρυσή μπάλα έλαμψε τόσο δυνατά που οι κοπέλες ομολόγησαν πως είπαν ψέματα για την κόρη και όλο το πλήθος χάρηκε.
Οι δυο νέοι έφυγαν αγκαλιασμένοι.