Η νερόκοτα μίλησε: «Μαχέο! Εγώ δεν μπορώ να πετώ ψηλά ούτε να βουτώ βαθιά, μόνο να κολυμπώ. Μα όταν κοιτώ μέσα στο νερό, στον πάτο διακρίνω κάτι, δεν ξέρω τι. Ίσως μπορέσω να καταδυθώ ως εκεί. Θέλω να προσπαθήσω.»
«Παιδί μου,» είπε ο Μαχέο, «ζήτησα βοήθεια από όλα τα όντα. Επομένως αν μπορείς και θέλεις, δείξε μας κι εσύ. Ίσως το κολύμπι να είναι καλύτερο από τη βαθιά βουτιά.»
Η νερόκοτα βυθίστηκε βαθιά, τόσο που εξαφανίστηκε από όλων τη ματιά. Έλειψε ώρα περισσότερη από τα τρία πουλιά που δοκίμασαν πρώτα. Μετά, όμως, είδαν ένα σκοτεινό σημείο να ανεβαίνει μεγαλώνοντας και τελικά να παίρνει τη μορφή της νερόκοτας.
Και τότε ο Μαχέο παρουσιάστηκε σαν άνθρωπος ενσωματωμένος.
«Δώσε μου αυτό που έχεις μέσα στο ράμφος σου!» είπε στη νερόκοτα όταν αυτή αναδύθηκε στην επιφάνεια με ράμφος τεντωμένο. Και ανοίγοντας το ράμφος της άφησε να κυλήσει στην ανοιχτή παλάμη Του ένας σβώλος γης. «Σ’ ευχαριστώ παιδί μου και είθε πάντα να σε προστατεύει αυτή η γη!»
Και πράγματι έτσι έγινε. Η σάρκα της νερόκοτας έχει τη γεύση χώματος κι έτσι κανένα ζωντανό δεν την τρώει εκτός αν δεν υπάρχει τίποτε άλλο!
«Κάποιο πλάσμα από σας πρέπει τώρα να με βοηθήσει,» είπε ο Μαχέο
που κοίταξε ολόγυρα και είδε πως δεν υπήρχε παρά μόνο ο αέρας, το νερό και το φως και τα υδρόβια πλάσματα – και όλα ήταν πολύ μικρά ή μακρόστενα για να βοηθήσουν στη δημιουργία της στεριάς – όλα εκτός από ένα. «Γιαγιά Χελώνα,» είπε τότε, «έλα εσύ γιατί μόνο στη ράχη σου μπορώ να φτιάξω τη γη.»
«Είμαι γριά και αργή», είπε η χελώνα, «μα σίγουρα θα βοηθήσω.» Και καθώς μιλούσε κολύμπησε αργόρρυθμα προς τον Δημιουργό εκδηλωμένο ως άνθρωπο.
Και ο Θεάνθρωπος έβαλε τον σβώλο στην πλάτη της και τη ζύμωσε τόσο που αυτή φούσκωσε κι έγινε λοφίσκος και συνέχισε να μεγαλώνει, να φαρδαίνει και να υψώνεται ωσότου η γιαγιά χελώνα εξαφανίστηκε και άρχισε να βυθίζεται.
«Η γη τώρα ας είναι γνωστή κι αυτή ως Μητέρα και Γιαγιά και η γιαγιά Χελώνα ας είναι το μόνο πλάσμα που μπορεί να ζει στη ξηρά και στο νερό, να κολυμπά μέσα στα νερά και να καταδύεται, όπως και να περπατά πάνω στη στεριά.»
Έτσι κι έγινε και κάθε χελώνα πάει όπου θέλει είτε κολυμπώντας στη θάλασσα είτε περπατώντας στη στερεή γη, έχοντας κληρονομήσει αυτήν την ιδιότητα της πρώτης Γιαγιά-χελώνας να κουβαλάει στην πλάτη της τη γη και όλα της τα πλάσματα.
Μα η γη ήταν στεγνή και άδεια!
«Η Μητέρα Γη είναι σαν γυναίκα. Ας καρποφορήσει, λοιπόν, γεννώντας άλλα πλάσματα ζωντανά!» είπε ο Μαχέο.
Και η Δύναμη του Μαχέο έκανε να φυτρώσουν φυτά και δέντρα σαν μαλλιά. Και τα άνθη μπουμπούκιασαν κι άνοιξαν κι έγιναν τα στολίδια της όμορφης γυναίκας που ήταν Μητέρα Γη! Και οι καρποί και οι σπόροι ήταν τα δώρα που εκείνη χάρισε στον Θεάνθρωπο.
Τα υδρόβια πλάσματα κολύμπησαν κοντά στις ακτές της να τη δουν καλύτερα και μερικά βγήκαν κι έμειναν στη στεριά όπως φίδια και
βάτραχοι. Και τα πουλιά προσάραξαν πάνω στα κλαδιά των δέντρων να
ξεκουραστούν και να χτίσουν φωλιές.
Και ο Μαχέο κοίταξε την όμορφη γυναίκα-Γη και του φάνηκε το ωραιότερο και καλύτερο δημιούργημά Του! Και σκέφτηκε τότε πως αυτή τώρα χρειαζόταν κάποιο πλάσμα επάξιο, όμορφο και καλό σαν εκείνη. Κι έβγαλε από το δεξί πλευρό του ένα μικρό κόκαλο και αφού του έδωσε την πνοή Του το τοποθέτησε στην αγκαλιά της. Κι εκείνο ζωντάνεψε και αναπλάστηκε κι έγινε άνθρωπος σαν τον ενσώματο Μαχέο.
Τότε ο Θεάνθρωπος έβγαλε από τα αριστερά του ένα πλευρό και το ανάπλασε ως γυναίκα σύντροφο του πρώτου άντρα. Και ήταν οι δυο τους πλάσματα-παιδιά του Μαχέο και της Μητέρας Γης. Και βλέποντας το όμορφο έργο του, εξαφανίστηκε στην πρότερη, τη φυσική, αόρατη υπόστασή Του.
Μα είδε πως οι άνθρωποι που γεννήθηκαν ως βρέφη την επόμενη άνοιξη είχαν και άλλες ανάγκες κι έτσι τους έδωσε μέσω της Δύναμής Του ζώα για τροφή κι ένδυση, για οχήματα και συντρόφους όπως τα σκυλιά – και το ένα και κυριότερο τον βίσωνα.
Ο Μαχέο είναι Ζωή και Καλοσύνη, το Πνεύμα της Αλήθειας πανταχού παρόν. Είναι ο δημιουργός, προστάτης και καθοδηγητής. Σε κείνον οφείλουμε την ύπαρξή μας!