Μ97: Πώς ήρθε το ηλιόφως

Μ97: Πώς ήρθε το ηλιόφως

- in Μυθιστορία
0

Ο μύθος αυτός είναι από τη φυλή των Cherokee. Εξηγεί την παρέλευση του ήλιου χάρη στην ενέργεια ενός ήρωα πολύ χαμηλής κατηγορίας. Μα εξηγεί και την προέλευση ορισμένων παραδόσεων στους Ερυθρόδερμους. Οι Τσερόκι ζούσαν στις νοτιοανατολικές δασώδεις περιοχές των ΗΠΑ (Τενεσί, Βόρεια και Νότια Καρολίνα κλπ.). Να ο Μύθος τους.

Στην απαρχή του κόσμου μας ήταν σκοτάδι. Όλα τα πλάσματα σκόνταφταν παντού όλη την ώρα και συνειδητοποίησαν πως χρειάζονταν φως να βλέπουν. Οι άνθρωποι δεν υπήρχαν ακόμα. Μόνο ζώα, όλα τα ζώα, πουλιά κλπ.

Σε μια γενική σύσκεψη ο δρυοκολάπτης είπε «Άκουσα πως στην άλλη άκρη του κόσμου υπάρχουν πλάσματα κι έχουν φως! Ίσως αν κάποιος από μας πήγαινε και ζητούσε, ίσως να μας έδιναν φως!»

«Αν μόνο αυτά έχουν όλο το φως, πρέπει να έχουν απληστία», είπε η πονηρή αλεπού. «Δεν θα μας το δώσουν. Μάλλον πρέπει να πάμε και να πάρουμε το φως μόνοι μας».

«Θα πάω εγώ», είπε το μικρό οπόσουμ (το γατί με μάρσιππο της Αμερικής). «Έχω μεγάλη φουντωτή ουρά και θα μπορώ να κρύψω το φως!»

Συμφώνησαν όλα και το οπόσουμ ταξίδεψε προς την ανατολή. Και το φως ολοένα αυξανόταν και κάποια ώρα το ζώο ένιωσε να τυφλώνεται από τη λάμψη! Γι’ αυτό και στις μέρες μας τα μάτια του είναι μισόκλειστα και βγαίνει έξω μόνο τη νύχτα.

Μα ο ταξιδευτής βρήκε τις ηλιαχτίδες και άρπαξε όσο φως μπορούσε και το έκρυψε στην ουρά του. Μα το κομμάτι ήταν τόσο ζεστό που, ώσπου να γυρίσει στη χώρα του, του έκαψε το τρίχωμα και η ουρά του έμεινε γυμνή. Και τα πλάσματα έμειναν πάλι δίχως φως.

Όλα τα ζώα λυπήθηκαν και τώρα ο γύπας προσφέρθηκε να πάει: «Α, εγώ θα φυλάξω το φως στο κεφάλι μου!»

Ταξίδεψε κι αυτός ανατολικά ώσπου έφτασε εκεί που ήταν ο ήλιος. Υπήρχαν τώρα φύλακες, μα ήταν κάτω στη γη. Ο γύπας πετούσε ψηλά και κανείς δεν τον είδε να παίρνει ένα κομμάτι και να το κρύβει στο κεφάλι του. Μα το καυτό κομμάτι έκαψε τα φτερά του κεφαλιού του ώσπου να φτάσει στη χώρα του κι έτσι έμεινε φαλακρός, όπως είναι σήμερα. Και οι συγχωριανοί του πάλι έμειναν δίχως φως και σε απελπισία.

«Ίσως θα έπρεπε να δοκιμάσει και μια γυναίκα!» ακούστηκε μια βραχνή φωνούλα μέσα από το γρασίδι.

«Και ποια είσαι εσύ;» ρώτησαν. Μεσ’ από το χορτάρι ξεπρόβαλλε μια μικρή αράχνη. «Είμαι η Γιαγιά Αράχνη. Ποιος ξέρει. Μπορεί να τοποθετήθηκα σε αυτόν τον κόσμο ακριβώς για να σας φέρω φως! Ας δοκιμάσω, τουλάχιστον. Αν καώ όπως οι δυο προηγούμενοι δεν θα είναι τόσο κακό όσο το να χάσετε κάποιον από τους καλύτερους πολεμιστές σας.»

Η Γιαγιά Αράχνη ξεκίνησε λοιπόν για την Ανατολή. Μα βρήκε ένα μικρό σβώλο υγρού χώματος και το πήρε μαζί της. Καθώς προχωρούσε το μάλαζε στα χέρια της και το έπλασε σε μια μικρή κούπα. Ταυτόχρονα άφηνε μια κλωστή πίσω της για να βρει τον δρόμο της επιστροφής εύκολα.

Όταν έφτασε στον τόπο του ήλιου κανένας από τους φύλακες δεν πρόσεξε το μικρό πλάσμα που σερνόταν. Έτσι εκείνη πήρε ένα κομματάκι ηλιόφως και το έβαλε μέσα στην κούπα. Μετά, ακολουθώντας την κλωστή της επέστρεψε στη χώρα της φέρνοντας το φως που φώτιζε κάθε μέρος που περνούσε!

«Πάντα θα σε τιμούμε και θα σε θυμόμαστε!» της είπαν.

Έτσι και σήμερα ο ιστός της αράχνης έχει τον κεντρικό δίσκο σαν τον ήλιο και τις ακτίνες να εκτείνονται από αυτόν. Και η αράχνη πάντα τον πλέκει νωρίς την αυγή. Έτσι και οι γυναίκες πλάθουν αγγεία στη σκιά και μετά τα ψήνουν στην πυρά του φούρνου και συνεχίζουν να υφαίνουν και να πλέκουν.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *