Μεγάλη ήταν η αγάπη του Μετζνούν και της Λεϊλάς. Σ’ αυτό συμφωνούν όλοι οι αφηγητές. Αλλού λέγεται πως υπήρχε έχθρα ανάμεσα στις οικογένειές τους κι αλλού πως η Λεϊλά ήταν αρχοντοπούλα και ο Μετζνούν φτωχός. Γι’ αυτό ο έρωτάς τους δεν έβρισκε τη φυσιολογική ολοκλήρωσή του στο γάμο. Παρότι ζούσαν στο ίδιο χωριό της Αραβίας, οι γονείς της Λεϊλάς δεν την άφηναν να ξεμυτίσει και απειλούσαν με θάνατο το Μετζνούν, αν τολμούσε να πάει κοντά στις τέντες τους.
Ο Μετζνούν έμοιαζε σε πολλούς να έχει χάσει τα λογικά του. Τριγύριζε ώρες ατέλειωτες στην έρημο έξω από το χωριό τραγουδώντας και παραληρώντας για τη Λεϊλά του.
Μια μέρα βρήκε μια προβιά. Χώθηκε μέσα της και παριστάνοντας το πρόβατο παρακάλεσε τον τσοπάνη να οδηγήσει το κοπάδι του πλάι από την τέντα της Λεϊλά. Ο τσοπάνης του έκανε τη χάρη και ο Μετζνούν βλέποντας την καλή του λιποθύμησε. Ο τσοπάνης τον μετέφερε σε μια πηγή που πότιζε τα ζώα του και τον συνέφερε. Από τότε όμως ο Μετζνούν γύριζε ή μισόγυμνος ή φορώντας μόνο την προβιά του. Ένας φίλος του τότε προσφέρθηκε να του φέρει ρούχα αλλά εκείνος αρνήθηκε. «Σ’ ευχαριστώ φίλε μου», του είπε «τι να τα κάνω τα όμορφα ρούχα; Τώρα πια θέλω μόνο την ενδυμασία με την οποία μπόρεσα να δω την αγαπημένη μου Λεϊλά.»
Κάποτε η ιστορία αυτή έφτασε στα αυτιά του άρχοντα της περιοχής. Του είπαν πως ο νέος γύριζε ξετρελαμένος από αγάπη στις ερημιές μακριά από τους ανθρώπους. Μην πιστεύοντας πως υπήρχε τέτοια αγάπη στον κόσμο, ο άρχοντας πρόσταξε να φέρουν το νέο στην παρουσία του.
«Γιατί περιφρονείς τους ανθρώπους και ζεις σαν αγρίμι;» τον ρώτησε όταν τελικά ο Μετζνούν παρουσιάστηκε μπρος του.
«Άρχοντά μου», απάντησε λυπητερά ο νέος, «οι φίλοι μου με μάλωσαν γιατί αγάπησα τη Λεϊλά, οι εχθροί μου με κοροϊδεύουν χαρούμενοι και οι ξένοι δεν καταλαβαίνουν. Όταν έρχεται η αγάπη η λογική χάνεται. Η αγάπη ξεριζώνει όλες τις επιφυλάξεις του λογικού ανθρώπου. Όταν αγαπάς πετάς μακριά την κοινή συμπεριφορά παρατώντας κάθε άλλη τιποτένια χαρά.»
Ο άρχοντας διέταξε τότε να του φέρουν να δει και τη Λεϊλά που μπορούσε να εμπνεύσει τέτοιον έρωτα. Μεγάλη όμως ήταν η απογοήτευσή του όταν την οδήγησαν μπροστά του. Όχι μόνο πεντάμορφη δεν ήταν αλλά ούτε καν νόστιμη.
Με τη διορατικότητα του πάθους του ο Μετζνούν κατάλαβε τις σκέψεις του άρχοντα. «Ω εξοχότατε», του είπε, «μόνο αν κοίταζες τη Λεϊλά από τα παράθυρα των ματιών του Μετζνούν θα καταλάβαινες τι νοιώθει αυτός. Όχι μόνο θα τη θαύμαζες τότε, μα θα’ χανες κι εσύ τα λογικά σου και θα’ παιρνες τις ερημιές.»