Η ουράνια νεράιδα Ουρβασή ερωτεύτηκε τον βασιλιά Πουρούραβας, γιο της μεγάλης βασίλισσας Ιντά. Πήρε ανθρώπινη μορφή και παντρεύτηκε τον Πουρούραβας – αλλά με τον όρο να μην τον δει ποτέ γυμνό. Έτσι έζησαν μαζί αρκετό διάστημα και η Ουρβασή έμεινε έγκυος.
Στο μεταξύ οι συντρόφισσές της, οι ουράνιες μουσικοί, που λέγονται Γκαντχάρβα, πεθύμησαν τη φίλη τους και σκέφτηκαν ένα τέχνασμα να την κάνουν να εγκαταλείψει τον κόσμο των ανθρώπων.
Η νύμφη είχε δύο αρνάκια τα οποία φρόντιζε με πολλή στοργή και τα φύλαγε στο διαμέρισμά της. Μια νύχτα λοιπόν, οι Γκαντχάρβες τα έκλεψαν και η Ουρβασή ακούγοντας το βέλασμά τους ξύπνησε. «Αχ, ποιος ήρωας θα τα προστατέψει;» φώναξε με παράπονο. Ο Πουρούραβας πετάχτηκε γυμνός από το κρεβάτι κι έτρεξε για τα αρνιά. Την ίδια ώρα τα ουράνια πλάσματα έριξαν μια αστραπή και στο φως της η νύμφη είδε τον άντρα της γυμνό.
Όταν ο βασιλιάς γύρισε στο δωμάτιο η Ουρβασή του είχε εξαφανιστεί. Θλιμμένος κι απαρηγόρητος ο Πουρούραβας άφησε το παλάτι και άρχισε να ψάχνει σε όλα τα άγια μέρη, σε όλους τους τόπους προσκυνήματος, να βρει τρόπο τουλάχιστον να επικοινωνήσει με την αγαπημένη του. Πέρασαν χρόνια και κάποτε, στην περιπλάνησή του στη μεγάλη πεδιάδα Κουρουξέτρα, έφτασε σε μια λίμνη με καθάρια νερά και λευκά νούφαρα, την Ανιαταχπλαξά. Εκεί, ω θαύμα θαυμάτων, ανάμεσα στους κύκνους που γλιστρούσαν στα νερά αναγνώρισε την Ουρβασή.
Εκείνη επίσης τον αναγνώρισε και στην αρχή του είπε να πάει πίσω στο παλάτι του. «Φύγε, δεν τήρησες τη συμφωνία μας. Σαν τον άνεμο, είμαι δύσκολη να με κρατήσεις. Πέρασα από κοντά σου κι έφυγα, όπως η πρώτη αυγή.» Του είπε επίσης πως δεν υπάρχει αληθινή φιλία ή αγάπη με γυναίκες γιατί έχουν καρδιά σαν της ύαινας. Μετά όμως, αναγνωρίζοντας τη μεγάλη του αγάπη, τον συμπόνεσε και του είπε: «Την τελευταία νύχτα του έτους έλα και τότε θα μείνεις μαζί μου μια ακόμα νύχτα.»
Γεμάτος αγωνία κι ελπίδα ο Πουρούραβας πήγε στο ίδιο μέρος την τελευταία μέρα του έτους στο σούρουπο και καθώς νύχτωνε –να! Ξάφνου ένα παλάτι παρουσιάστηκε που άστραφτε σαν ολόχρυσο. Χτύπησε τη βαριά πόρτα που άνοιξε μόνη της και, πράγματι, η αγαπημένη του Ουρβασή, όμορφη όσο ποτέ, τον περίμενε. «Αν με θες τόσο πολύ», του είπε, «θα πρέπει να γίνεις ένας σαν κι εμάς. Αύριο πρωί πρωί θα πρέπει να φύγεις πάλι. Αλλά οι Γκαντχάρβες θα σου δώσουν μια χάρη. Θα μπορέσεις τότε να τους πεις απλά και μόνο πως θες να γίνεις ένας σαν κι εμάς.»
Αυτό έκανε την επομένη ο Πουρούραβας αποφασίζοντας να εγκαταλείψει τον κόσμο των ανθρώπων. «Θέλω να γίνω ένας από σας» είπε.
Οι Γκαντχάρβες τότε τον πληροφόρησαν ότι θα έπρεπε να κάνει μια δύσκολη θυσιαστική τελετή στο δάσος. Του έδωσαν τα αναγκαία σύνεργα, την ιερή φωτιά και τα σκεύη, αλλά και τον γιο του, και τον ξεπροβόδισαν. Αφήνοντας τη φωτιά και τα σκεύη στο δάσος, ο Πουρούραβας πήγε τον γιο του στο σπίτι του και μετά ξαναγύρισε στο δάσος. Εκεί, τα σκεύη είχαν εξαφανιστεί και στη θέση τους είχαν φυτρώσει δύο πελώρια δέντρα το Ασβάττχα και το Σαμί. Με την καθοδήγηση των Γκαντχάρβα, ψέλνοντας ορισμένους στίχους, πήρε δυο κλαδιά και τα έτριψε παράγοντας την αναγκαία ιερή φωτιά.
Έτσι έγινε κι εκείνος ουράνιος και έζησε με την Ουρβασή στον κόσμο των αθανάτων.
Αξιοπρόσεχτα σημεία:
1. Μία από τις παλαιότερες ιστορίες του κόσμου, πρωτοσυντάχτηκε το αργότερο γύρω στα 1000 πκε, αλλά ο πυρήνας της βρίσκεται σε ένα Βεδικό Ύμνο που πήρε μορφή μερικές χιλιετίες νωρίτερα.
2. Είναι πρωτότυπο για πολλές ιστορίες όπου νεράιδες, θεές και άλλες υπερφυσικές θηλυκές υπάρξεις ερωτεύονται ή θέλγουν θνητούς ανθρώπους. Μερικές έχουν ευτυχισμένο τέλος, άλλες τελειώνουν τραγικά. Ένα από τα πιο ρομαντικά δείγματα βρίσκεται στο ποίημα του Άγγλου Keats “La Belle Dame Sans Merci”. Μια άλλη σχετικά πρόσφατη ιστορία, με αρκετές διαφορές, είναι η ‘Μικρή Γοργόνα’ του Χανς Άντερσεν.
Άλλη είναι το ήδη αναρτημένο ιαπωνικό παραμύθι «91. Μύθοι: Ογιούκι – η Χιονάτη (Ιαπωνική)».
4. Η νεράιδα, η εξωκόσμια ύπαρξη, βοηθά τον άνθρωπο να ξεπεράσει τους περιορισμούς της ανθρώπινης ύπαρξης και να γίνει αθάνατο ον.
5. Η Ουρβασή συμβολίζει ανώτερα επίπεδα Συνειδητοποίησης όπου για να φτάσει ο άνθρωπος εγκαταλείπει, όταν είναι έτοιμος κι εφόσον το θέλει πολύ, τις εγκόσμιες απασχολήσεις του –ακόμα και τον μονάκριβο γιο του εδώ. Συγχρόνως φροντίζει να αφήσει διάδοχο πίσω – τον γιο του – που θα εκτελεί τα καθήκοντα και τις λειτουργίες του. Έτσι η παράδοση δεν σπάει και καμιά θέση δεν μένει κενή.