(Κινέζικη ιστριούλα)
Από παλιά ο Σιχ Τσουνγκ έλεγε το ρητό: «Πουλώντας ένα φάντασμα μια φορά κι έναν καιρό, δεκαπέντε κατοστάρικα κέρδισε ο έξυπνος Τινγκπό.» Ακούστε την ιστορία του.
Ένα βράδυ ο νεαρός Τινγκπό γύριζε στο φτωχικό του από μια γειτονική πόλη. Στο δρόμο συνάντησε μια παράξενη φιγούρα που θα τρόμαζε άλλους ανθρώπους. Άφοβα τη ρώτησε ποιος ήταν.
«Είμαι φάντασμα» απάντησε η φιγούρα. «Εσύ ποιος είσαι;»
«Φάντασμα είμαι κι εγώ» αποκρίθηκε γρήγορα ο Τινγκπό.
Μετά το φάντασμα τον ρώτησε που πάει. Ακούγοντας πως ο Τινγκπό πάει στην πόλη Γουάνσιχ, είπε: «Κι εγώ εκεί πάω.»
Προχώρησαν μαζί για ένα χιλιόμετρο ψιλοκουβεντιάζοντας. Ξαφνικά το φάντασμα σκέφτηκε πως ήταν ανόητο να περπατάνε και οι δυο αφού θα μπορούσε ο ένας να μεταφέρει τον άλλο εκ περιτροπής, κατά τη συνήθεια των φαντασμάτων. Έτσι το φάντασμα πήρε πρώτο τον Τινγκπό στην πλάτη του.
«Πω πω βαρύς που είσαι για φάντασμα» του είπε λαχανιάζοντας μετά από ένα χιλιόμετρο. «Σειρά σου τώρα.»
«Είμαι πολύ καινούργιο φάντασμα» εξήγησε ο Τινγκπό. «Το βάρος του κορμιού δεν έφυγε ακόμα.»
Πήρε το φάντασμα στην πλάτη του και προχώρησαν. Το φάντασμα ήταν ανάλαφρο σαν τίποτα, έτσι ο Τινγκπό πήγαινε γρήγορα χωρίς να κουράζεται. Σε μια στιγμή ρώτησε τι κάνει τα φαντάσματα να φοβούνται.
«Εσύ σαν πιο παλιό», του είπε, «πρέπει να ξέρεις. Πες μου ώστε να φυλάγομαι.»
«Να φοβάσαι το σάλιο των ανθρώπων» τον συμβούλεψε το φάντασμα. «Μ’ αυτό οι άνθρωποι σε κάνουν ό,τι θέλουν.»
Όταν έφτασαν στην πόλη ο Τινγκπό απότομα άρπαξε σφιχτά το φάντασμα από πίσω. Αυτό διαισθάνθηκε κίνδυνο και πήρε τη μορφή κατσίκας ξεφεύγοντας από την ανθρώπινη λαβή. Τότε ο νέος έφτυσε πάνω στο ζώο κι έτσι το εμπόδισε να ξαναλλάξει μορφή. Το οδήγησε σπίτι του και την επόμενη μέρα το πούλησε για 1.500 μετρητά.
Μ’ αυτό τον τρόπο άρχισε να πλουτίζει ο Τινγκπό.