Ανέκαθεν ήταν συνηθισμένη πρακτική στην Ινδία οι άνθρωποι να καλοδέχονται και να τιμούν έναν περιπλανώμενο άγιο ή σοφό ή γκουρού. Αν ένας από αυτούς χτυπούσε την πόρτα σου, θα τον χαιρετούσες με σεβασμό, θα τον προσκαλούσες μέσα στο σπίτι σου, θα του πρόσφερες ποτό και τροφή και γενικά θα τον φρόντιζες. Το να έχεις τέτοια επίσκεψη θεωρούνταν μεγάλη ευλογία.
Στην παράδοση του φιλοσοφικού Vedānta μάλιστα, ο γκουρού, ο δάσκαλος, θεωρούνταν ενσωμάτωση του Απολύτου, του υπέρτατου Brahman, που οδηγούσε τον μαθητή έξω από το μπουντρούμι της άγνοιας στον φωτεινό κόσμο της Αυτογνωσίας. Ήταν μια θεώρηση ακόμα ισχυρότερη από την έκφραση του Μεγαλέξανδρου που είπε πως ο μεν πατέρας του του έδωσε το ζην ο δε δάσκαλός του (Αριστοτέλης) του έδωσε το «ευ ζην»!
Κάποτε περνούσε από ένα χωριό ένας γνωστός, αξιοσέβαστος γκουρού. Νιώθοντας δίψα χτύπησε την πόρτα ενός σπιτιού που έτυχε ν’ ανήκει σ’ εύπορο έμπορο, παντρεμένο, με έναν γιο και με τους γονείς του να μένουν μαζί του.
Η οικοδέσποινα του πρόσφερε νερό και μετά τον κάλεσαν για φαγητό. Στο τέλος του γεύματος ο οικοδεσπότης είπε – «Ω σοφέ γκουρού, δώσε μια ευλογία στην οικογένεια, παρακαλώ.»
Ο γκουρού έμεινε σιωπηλός για μια στιγμή, μετά είπε: «Είθε να πεθάνει πρώτα ο πατέρας σου και μετά η μητέρα σου. Μετά εσύ και τελευταία η σύζυγός σου, μα πολύ πριν τον γιο σου»!
«Ω γκουρού, αυτή δεν είναι ευλογία, μα κατάρα θανάτου!», ξεφώνισε ο οικοδεσπότης μη μπορώντας να κρύψει τον θυμό του.
Ο δάσκαλος τότε απάντησε: «Όλοι μας θα πεθάνουμε κάποια ώρα στα σίγουρα. Καλύτερα να πεθάνουν πρώτα οι γονείς σου παρά εσύ ή ο γιος σου. Έτσι θα είναι μικρή η θλίψη. Ο γιος σου ας πεθάνει τελευταίος, μετά από σας. Έτσι δεν θα υποφέρετε περισσότερη θλίψη. Αφού όλοι θα πεθάνουμε, αυτή ας είναι η ευλογία μου στην οικογένειά σου»!