(Αμαζόνιος, Εκουαδόρ)
Με την ξηρασία η γη σκλήρυνε καθώς το νερό εξατμίστηκε. Όλα τα φυτά χάθηκαν και οι άνθρωποι δεν έβρισκαν τι να φάνε. Ποτάμια, καταρράκτες στέγνωσαν.
Ο θεός Υάγια έσωσε μόνο όσους είχαν κάνει το καλό.
Και μετά ήρθε το σκοτάδι. Ο ήλιος κρύφτηκε, η μέρα έσβησε και η γη έτρεμε. Κράτησε έναν ολάκερο χρόνο.
Οι πρόγονοι εκείνοι δεν ήξεραν τι να κάνουν, δεν έβρισκαν τίποτα για να φάνε. Και οι μπανάνες είχαν εξαφανιστεί. Δεν έμεινε τίποτα.
Μονάχα το ξύλο μάγγουα που ήταν υδρόφιλο και κράτησε μέσα του πολύ νερό γλύτωσε από την ξηρασία. Ο Υάγια το αποκάλυψε στους καλούς που έτσι μπόρεσαν να το χρησιμοποιήσουν τρώγοντας τα βλαστάρια του. Αυτοί έμειναν προστατευμένοι.
Οι άλλοι, οι κακοί, δεν είχαν καμιά προστασία. Κι όταν έβγαιναν κι έψαχναν σε ό,τι είχε απομείνει από τα δάση και στις πεδιάδες, τους άρπαζαν τα κακά πνεύματα, οι σουπάι, που παραφύλαγαν στο σκοτάδι.
Έτσι περνούσαν οι μέρες, οι βδομάδες και οι μήνες. Ξηρασία και σκοτάδι και σουπάι.
Μόνο οι καλοί επέζησαν χάρη στο μάγγουα, που το ονόμασαν «ξύλο του Θεού». Έτσι εξακολουθούμε και σήμερα να το λέμε και θυμόμαστε την εποχή του σκοταδιού.
Μα πέρασε κι εκείνη η κρίση. Μετά από ένα έτος, ο καλός Θεός επέτρεψε στον ήλιο να ξανάρθει και να φέρει το φως της μέρας και να θρέψει τη βλάστηση πάλι.
Έτσι ξημέρωσε η νέα εποχή.