Μαθαίνεις πολλά και στο σχολείο και περισσότερα αργότερα, στο πανεπιστήμιο – μα μόνο αν λοξοδρομήσεις σε παλαιότερους λογίους (του 19ου αιώνα) που δεν είχαν ακόμα υπνωτιστεί από τις εκφυλισμένες θεωρήσεις του Μαρξ, του Δαρβίνου και του Φρόιντ, και σε νεότερους μα που δεν ανήκαν στο επίσημο ακαδημαϊκό ρεύμα (mainstream) κι ερευνούσαν φαινομενικά απίθανες πτυχές της τέχνης και φιλοσοφίας.
Έτσι μια μέρα κι εγώ, στη μέση των σπουδών μου στην Αγγλική Φιλολογία στο πανεπιστήμιο του Λονδίνου, γνώρισα έναν άσημο λόγιο που με έμπασε στην μυστική γλώσσα και τον συμβολισμό των μύθων, παραβολών και παραμυθιών. Μου τον γνώρισε ο φίλος μου Στήβεν Μίλερ που ζούσε γράφοντας παραμύθια κι επιστημονική φαντασία. Δεν ήταν σπουδαίος. Λίγο μεγαλύτερος από μένα, είχε παρατήσει τις σπουδές του για το μεταπτυχιακό, για να δοθεί με μεγάλο μεράκι στη συγγραφή. Συμπλήρωνε το εισόδημά του κάνοντας τον δάσκαλο εδώ κι εκεί.
‘Έλα να γνωρίσεις τους Ρέιμπιν’ μου είπε μια Κυριακή. ‘Θα μάθεις περισσότερα περί λογοτεχνίας από τον Λιόρ από όλους τους καθηγητές σου’.
Οι Λιόρ και Λήα (Leah) ζούσαν μακριά στα περίχωρα του Δυτικού Λονδίνου κοντά σε ένα δάσος σε μια όμορφη αγροικία με αχυρένια σκεπή που θύμιζε ελισαβετιανή εποχή. Είχαν έναν εξαιρετικό κήπο που, παρά τον χειμώνα, ήταν γεμάτος άνθη και με πολλούς άγνωστους σε μένα θάμνους και πολλά βότανα – άκανθος, βασιλικός, βιόλα (άγριος πανσές heart’s ease), δεντρολίβανο, μέντα κλπ. Και οι δυο ήταν καθηγητές Μέσης Εκπαίδευσης στην Αγγλική Φιλολογία, μα ο Λιόρ είχε και Δοκτοράτο στη Συγκριτική Λογοτεχνία, παραδόξως, και γνώριζε καλά τέσσερις γλώσσες, εκτός από την μητρική του.
Και οι δυο ήταν Εβραίοι, μα καθόλου ορθόδοξοι. Η Λήα έμοιαζε αρκετά Εβραία με καστανόχρωμα μαλλιά και μάτια. Ο Λιόρ όμως μπορούσε κάλλιστα να περάσει για βέρος Αγγλοσάξονας με ροδαλό δέρμα, ξανθά μαλλιά, όπου δεν είχαν ασπρίσει ακόμα, και βαθιά γαλάζια μάτια. Είχαν πριν 4-5 χρόνια βγει στη σύνταξη, πρώτα ο Λιόρ και μετά η Λήα.
‘Ώστε έχεις την Κέιτ Σω (Shau) καθηγήτρια’, είπε πρόσχαρα ο Λιόρ, όταν είχαμε φάει καλά το νόστιμο σουφλέ της Λήας και καθισμένοι κοντά στο τζάκι πίναμε το όμορφο σπιτικό κρασί από το δυτικό μπλε φραγκοστάφυλο (elderberry) – που είχαν στον κήπο τους! ‘Δεν έχει δημοσιεύσει πολλά, όμως’.
‘Ναι, μα είναι εξαίρετη δασκάλα’, είπα. ‘Εξηγεί πολύ καθαρά και σε κάνει ν’ αγαπήσεις αυτό που διδάσκει και να υιοθετήσεις τη γνώμη της, αν και γενικά δίνει και τη γνώμη άλλων. Ιδίως με τον Σαιξπήρο, που αγαπώ’.
‘Χμ, δεν μ’ εκπλήσσει. Είχε μέντορά της τον Bradley στην Οξφόρδη κι έμεινε με την παλιά κλασική παράδοση ερμηνείας, χωρίς να αγνοεί τις μοντέρνες παλαβομάρες με τις διάφορες ψυχοπλακωτικές προσεγγίσεις’. Σκέφθηκε στιγμιαία και συνέχισε. ‘Μα είχε, ίσως έχει ακόμα, κι ενδιαφέρον στον μυστικισμό ή μάλλον εσωτερικισμό και γνωρίζει τη διδασκαλία του Ουσπένσκι. Παρότι δεν τον αναφέρει, φαίνεται από ένα δυο άρθρα της… Τι μελετάτε τώρα;’ ρώτησε.
‘Το Αντώνιος και Κλεοπάτρα. Μα μόλις τελειώσαμε το Μακμπέθ, που με γέμισε θαυμασμό κι ενθουσιασμό. Ναι, η Σω ακολουθεί τον Μπράντλι μα παίρνει επίσης, υποθέτω από τον Ουσπένσκι ή, μάλλον, την Beryl Pogson, και την ιδέα πως το θεατρικό έργο είναι η εκδήλωση του ψυχικού κόσμου του πρωταγωνιστή. Δεν ξέρω αν συμφωνώ πλήρως’, πρόσθεσα μη γνωρίζοντας τη γνώμη του Λιόρ, παρότι ο Στηβ θα πρέπει να του είχε μιλήσει για μένα και τις αναζητήσεις μου στον Εσωτερισμό και, φυσικά, δεν θα με πήγαινε στο σπίτι τους αν δεν πίστευε πως θα μάθαινα όντως αρκετά και πως ο Λιόρ και η Λήα (που συγύριζε στην κουζινο-τραπεζαρία) κι εγώ βρισκόμασταν σε κάποιο βαθμό στο ίδιο μήκος νοητικού κύματος.
‘Ε, περίμενε λίγο ακόμα!’ χαμογέλασε ο Λιόρ. ‘Υπάρχει μια φαινομενική αντίφαση, σίγουρα. Υπάρχει το κοινό ακαδημαϊκό επίπεδο της τραγωδίας, καθώς ο Μακμπέθ, λόγω φιλοδοξίας και με κακή σύντροφο, που υποδαύλιζε τη φιλοδοξία του, καταστρέφεται αφού σκοτώνει τον βασιλιά του, δηλαδή τη χάρη και το έλεος του Υψίστου που συμβολίζει ο βασιλιάς (Duncan). Ο Μακμπέθ βρίσκεται σε καθοδική πορεία παρακμής προς τη βαρβαρότητα και ίσως απώλεια της ανθρώπινης μορφής. Και αυτό τονίζεται με τον αντιθετικό χαρακτήρα του Banquo, που δεν παρασύρεται καθόλου από τις προφητείες των τριών μαγισσών και, απεναντίας, υποπτεύεται τον Μακμπέθ ως δολοφόνο κι εκείνος βάζει δυο δολοφόνους (κι έναν τρίτο) να τον ξεκάνουν. Αυτό είναι το συμβολικό, εσωτερικό επίπεδο: το εγώ του Μακμπέθ δεν ακούει την καλή πλευρά του Μπάνκουο και την εκμηδενίζει κι αυτήν μένοντας μόνο με την κακή, της Λαίδης Μακμπέθ.’
Συνέχισε να αναπτύσσει αυτή την εσωτερική ψυχολογική ανάλυση. Παρότι κάτι γνώριζα από τις διαλέξεις της κας Σω, άκουγα με μεγάλο ενδιαφέρον την αναλυτική περιγραφή του Λιόρ. Τελικά είπε πως υπάρχουν δυο γενικές διαδρομές για την ανθρώπινη ψυχή, η ανοδική προς την Αυτοσυνειδησία και ενότητα με το Απόλυτο ή τον Θεό, και η καθοδική. Διότι ένας άνθρωπος δεν μπορεί να παραμείνει επ’ άπειρο στην ίδια θέση. Οι δυνάμεις και κινήσεις στη δημιουργία τον αναγκάζουν να κινηθεί στη μια ή στην άλλη κατεύθυνση.
Ήθελα να τον ρωτήσω αν στον Ιουδαϊσμό υπήρχε η ιδέα της μετενσάρκωσης, διότι αυτό υπονοούσαν σαφώς οι επεξηγήσεις του, όταν μου είπε ξαφνικά πως ο Αντώνιος στο άλλο δράμα, παρά την τραγική κατάληξη με τον θάνατο τον δικό του και της Κλεοπάτρας, όταν και οι δυο αυτοκτόνησαν, προχώρησε στην ανοδική διαδρομή – αντίθετα με την τραγική πλοκή όπως συνήθως την κατανοούμε.