Μια γιαπωνέζικη ιστορία που τονίζει την ανάγκη να τηρούμε τον λόγο μας, τις υποσχέσεις μας!
Στα παλιά χρόνια έξω από τη μεγάλη πόλη ζούσε ένας νεαρός αγρότης. Οι γονείς του είχαν πεθάνει κι αυτός φρόντιζε το μικρό αγρό που είχε κληρονομήσει καλλιεργώντας ρύζι. Η ιστοριούλα δεν μας λέει ούτε το δικό του όνομα ούτε της πόλης –μόνο ότι ήταν καλοσυνάτος αλλά φτωχός.
Μια μέρα, καθώς πότιζε, ξαφνικά ένας πελαργός, χτυπώντας παράξενα τις λευκές φτερούγες του, έπεσε από τον ουρανό, σκούζοντας, στα πόδια του. Το όμορφο πουλί ήταν πληγωμένο: ένα βέλος είχε καρφωθεί κάτω από τη μία φτερούγα του. Ο νεαρός αμέσως έβγαλε το βέλος, ξέπλυνε την πληγή και της έβαλε λίγη λάσπη και φαρμακευτικά χόρτα. «Πρόσεχε τώρα καημένε μου» του είπε. «Πήγαινε στο καλό και μην πετάς σε κυνηγότοπους.» Ο πελαργός υψώθηκε αργά στον αέρα, έκανε τρεις κύκλους πάνω από τον αγρότη και με μια διαπεραστική κραυγή εξαφανίστηκε στα βάθη του ορίζοντα.
Μετά από λίγες μέρες, καθώς γύριζε το βράδυ στο σπίτι του, ο νεαρός με έκπληξη βρήκε μια ωραία κοπέλα να τον περιμένει στην είσοδο. Στην αρχή νόμιζε πως είχε φτάσει σε λάθος σπίτι. Αλλά η κοπέλα τον καλωσόρισε χαμογελαστή. «Αυτό είναι το σπίτι σου κι εγώ είμαι η γυναίκα σου!» τον βεβαίωσε. «Δεν είναι δυνατόν!» αποκρίθηκε αυτός. «Είμαι τόσο φτωχός που καμιά κοπέλα δεν θα με παντρευόταν.» Εκείνη όμως τον καθησύχασε. Είχε φέρει ένα σακούλι ρύζι κι ετοίμασε το βραδινό τους.
Ο νέος άντρας τελικά δέχτηκε την όλη κατάσταση. Έτσι ζούσαν πια σα ζευγάρι. Ένα πράγμα τον παραξένεψε: το σακούλι με το ρύζι δεν έλεγε ν’ αδειάσει και πάντα βρίσκονταν αρκετά λαχανικά για το φαγητό τους. Αλλά δεν είπε τίποτα. Ζούσαν ευτυχισμένοι.
Μια μέρα η νιόπαντρη κοπέλα ζήτησε από τον άντρα της να της στήσει έναν αργαλειό σ’ ένα μικρό δωμάτιο στο πίσω μέρος του σπιτιού. Αυτό έγινε. Μετά του είπε να μην κοιτάξει μέσα στο δωμάτιο και να μην την ενοχλήσει ποτέ όταν υφαίνει. Για επτά μέρες κλείστηκε στο δωμάτιο. Μόνο ο ήχος του αργαλειού ακουγόταν όλο αυτό τον καιρό. Για τον άντρα οι επτά μέρες πέρασαν σαν επτά χρόνια. Μετά η γυναίκα του βγήκε κάπως ταλαιπωρημένη. Στα χέρια της κρατούσε ένα τόπι ατλάζι κεντημένο με χρυσά κι ασημένια μοτίβα. «Πάρτο» του είπε. «Είναι θαυμαστό ύφασμα. Πήγαινέ το στην αγορά στην πόλη. Θα πάρεις πολλά λεφτά.»
Ο αγρότης μας το επόμενο πρωί πήγε στην πόλη και πράγματι πούλησε το ύφασμα σε υψηλή τιμή. Με τα χρήματα θα μπορούσε να αγοράσει πολλά πράγματα ακόμα και ζώα και να μεγαλώσει το κτήμα του. Χαρούμενος γύρισε στο σπίτι του το απόγευμα. Εκεί η γυναίκα του ήταν κλεισμένη πάλι στο εργαστήρι της. Μόνο ο ήχος του αργαλειού ακουγόταν πάλι κι απόρησε πώς εκείνη μπορούσε να υφαίνει τόσο όμορφο ύφασμα αφού δεν είχε κλωστή. Που την έβρισκε; Θυμήθηκε και την απορία του για το σακούλι που δεν άδειαζε από ρύζι! Κάποιο μυστήριο κρυβόταν εδώ. Και μόνο η γυναίκα του μπορούσε να το διαλευκάνει. Έτσι σιωπηλά πήγε στη πόρτα του εργαστηρίου και κόλλησε το μάτι του σε μία χαραμάδα –και έμεινε εμβρόντητος. Στον αργαλειό καθόταν η όμορφη κοπέλα που ήταν η γυναίκα του. Μα ήταν συγχρόνως και πουλί –ένας μεγάλος πελαργός με κάτασπρες φτερούγες. Και η μαγική αυτή μορφή χρησιμοποιούσε για νήμα τις ίνες από τα φτερά της!
Η μορφή σταμάτησε αμέσως να υφαίνει και στράφηκε προς τον κατάπληκτο νέο. «Δεν κράτησες την υπόσχεσή σου άντρα μου» είπε η φωνή της γυναίκας, ενώ η μορφή παγιωνόταν σε πελαργό. «Τώρα που με είδες έτσι δεν μπορώ πια να παραμείνω στον κόσμο των ανθρώπων. Είμαι ο πελαργός που έσωσες. Για να σε ανταμείψω ήρθα και σε υπηρέτησα ως γυναίκα σου. Δεν πειράζει όμως. Τώρα έχεις χρήματα ώστε να μη ζεις πια σε στέρηση. Αυτό το μισοτελειωμένο ύφασμα στο αφήνω ενθύμιο.
Κράζοντας απαλά ο πελαργός απογειώθηκε και χάθηκε στο γαλάζιο του ουρανού. Δεν ξαναγύρισε.