(Ινδική ιστορία)
Μια φορά κι έναν καιρό ένας βασιλιάς είπε πως θα δώριζε το βασίλειό του. Είπε πως θα το έδινε σε όποιον πήγαινε σε αυτόν μετά από 7 μέρες στις 4 το απόγευμα και του το ζητούσε. Σχεδόν όλος ο κόσμος αποφάσισε να συμμετάσχει σ’ αυτή την περιπέτεια.
Ο ίδιος ο βασιλιάς κάθισε στην αίθουσα του θρόνου πίσω από τις 7 διαδοχικές πύλες του παλατιού και του κήπου του.
Τα πράγματα είχαν διευθετηθεί ως εξής. Μετά την πρώτη πύλη υπήρχε ένας όμορφος κήπος, με πισίνες, λουτρά και πηγές όπου θα μπορούσες να κάνεις το μπάνιο σου και να δροσιστείς.
Μετά τη δεύτερη πύλη, σε βεράντες πάνω από τον κήπο υπήρχαν κάθε είδους φαγητά και ποτά, νόστιμα και ορεκτικά, που μπορούσες να έχεις όσα ήθελες και κανένας δεν ζητούσε να πληρώσεις.
Μετά την τρίτη πύλη υπήρχαν αίθουσες με ωραία ρούχα και ενδυμασίες κάθε τύπου, όπου κανένας μπορούσε να φορέσει και να πάρει μαζί του, όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά και για άλλους. Εδώ πάλι κανένας δεν έκανε έλεγχο για πληρωμές.
Μετά την τέταρτη πύλη ήταν το θησαυροφυλάκιο. Εδώ υπήρχαν σωροί από χρυσό, ασήμι και διαμάντια. Μπορούσες να πάρεις όσα ήθελες και μπορούσες να μεταφέρεις. Δεν υπήρχε κανένας φρουρός.
Μετά την πέμπτη πύλη υπήρχαν ηθοποιοί και μουσικοί: μπορούσες ν’ ακούσεις μουσική και τραγούδι και ν’ απολαύσεις την ομορφιά του χορού.
Μετά την έκτη πύλη υπήρχαν πολυθρόνες και καναπέδες και κρεβάτια μαλακά και άνετα. Εδώ μπορούσες να κοιμηθείς. Δεν προλάβαινες να τεντώσεις τα πόδια σου και είχες ήδη αποκοιμηθεί.
Μετά την έβδομη πύλη βρισκόταν ο ίδιος ο βασιλιάς…
Ο κόσμος, οι άνθρωποι, έφταναν σε κάθε πύλη και ζητούσαν από τους φύλακες να τους αφήσουν να περάσουν. Οι φύλακες έλεγαν, «περάστε μέσα ελεύθερα» και ο κόσμος χαρούμενος στριμωχνόταν να περάσει. Έκαναν το πιο θαυμάσιο μπάνιο της ζωής τους. Μετά έτρωγαν και έπιναν όσο ήθελαν κι έπαιρναν μερικά φαγώσιμα για την οικογένειά τους. Μετά ντύνονταν με όλων των ειδών τα ακριβά και φίνα ενδύματα και φορτώνονταν με χρυσό, ασήμι και κοσμήματα.
Μερικοί αρκέστηκαν στις 2 πρώτες πύλες και έτσι αφού μπανιαρίστηκαν και χόρτασαν, ένιωσαν ικανοποιημένοι. Άλλοι πάλι αποχώρησαν με ρούχα ή χρυσό ή ασήμι και δεν ξαναγύρισαν. Πολύ λίγοι προχώρησαν και απόλαυσαν τη μουσική και μετά αφού είδαν τις όμορφες χορεύτριες και άκουσαν τα σαγηνευτικά τους τραγούδια, έχασαν τον έλεγχο του νου και δεν προχώρησαν παραπέρα. Ένας ή δυο συνέχισαν και βρήκαν μια αναπαυτική γωνιά και απόλαυσαν έναν τέλειο ύπνο.
Αλλά υπήρχε κάποιος, ένας άνθρωπος, που δεν ενδιαφέρθηκε για τίποτα από όλα αυτά. Δεν σταμάτησε για να κάνει μπάνιο, δεν άλλαξε τα ρούχα του, δεν έφαγε, δεν έριξε ούτε μια ματιά στους θησαυρούς, δεν έδωσε καμιά προσοχή στη μουσική και δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον για τον ύπνο. Σε κάθε πύλη υπήρχε μεγάλος πειρασμός να μείνει και να απολαύσει ό,τι προσφερόταν, αλλά αυτός ούτε που κοίταξε. Διαβαίνοντας τη μία μετά την άλλη τις 7 πύλες έφτασε στη σωστή ώρα μπροστά στον βασιλιά και ζήτησε το βασίλειο.
Ο βασιλιάς, πιστός στον λόγο του, κατέβηκε από το θρόνο και αφού παρέδωσε την εξουσία, αποσύρθηκε σε κάποιο μοναστήρι.
Ο καινούργιος βασιλιάς ανέβηκε στο θρόνο και η πρώτη του διαταγή ήταν να συλληφθούν όλοι όσοι πήραν αγαθά από το παλάτι, διότι αυτά δεν ήταν δικά τους. Έτσι όλοι φυλακίστηκαν.