Φιλ618: Επιβίωση μέσω αυταπάρνησης

Φιλ618: Επιβίωση μέσω αυταπάρνησης

Η αφήγηση αυτή από το διαδίκτυο είναι παράξενη και δεν δίνονται λεπτομέρειες ώστε να ελεγχθεί η γνησιότητά της. Μα είναι καλό παράδειγμα της αγάπης, φροντίδας, γενναιοδωρίας και υπηρεσίας προς άλλους, αντί να μένεις στον εγκλωβισμό του “εαυτούλη μου”. Την γράφει κάποιος Άνχελ, υποτίθεται, Εβραίος της χιτλερικής Γερμανίας.

Εγώ ο Άνχελ, Εβραίος ιδιοκτήτης διάσημου αρτοποιείου στη Γερμανία του Χίτλερ, πολλές φορές έχω εξηγήσει –

“Ξέρετε γιατί είμαι ακόμα ζωντανός μετά το Ολοκαύτωμα;”

Ήμουν νέος, έφηβος ακόμα, όταν οι Ναζί του Χίτλερ άρχισαν να σκοτώνουν Εβραίους ανελέητα.

Μας μάζεψαν και μας μετέφεραν στο Άουσβιτς με τρένο. Η τελευταία νύχτα στο βαγόνι ήταν κρύα σαν θάνατος. Ήμασταν στο βαγόνι για μέρες, συνωστισμένοι, δίχως φαγητό, δίχως χώρο να ξαπλώσεις να ξεκουραστείς, δίχως δυνατότητα ζεστασιάς άλλη από το στρίμωγμα. Κι έξω χιόνιζε αδιάκοπα. Από τις χαραμάδες έμπαινε ο κρύος αέρας. Έτρεμα κι ένιωθα το αίμα μου να παγώνει στις φλέβες. Και το κρύο δεν έλεγε να κοπάσει.

Κι άκουες βογγητά και πνιχτό κλάμα ολόγυρα.

Πλάι μου ήταν ο γέροντας, ένας πολύ αγαπητός άνθρωπος στην πόλη μας. Κι αυτός έτρεμε κι όλο το αίμα είχε φύγει από το πρόσωπό του: φαινόταν τόσο άρρωστος, έτοιμος να πεθάνει.

Τον αγκάλιασα με τα δυο μπράτσα, τον έσφιξα πάνω μου να τον ζεστάνω. Τον κρατούσα σφιχτά και τον έτριβα – στους ώμους, στα μπράτσα, στην πλάτη, στο κεφάλι. Και του έλεγα να μείνει ζωντανός, να μη με παρατήσει. Όλη τη νύχτα. Τον κράτησα ζεστό. Κουραζόμουν, μα συνέχισα να τον σφίγγω και να τον τρίβω και να του κάνω μασάζ, να τον κρατήσω ζεστό.

Οι ώρες περνούσαν κι έμοιαζαν ατέλειωτες. Και το κρύο δεν σταματούσε. Μόνο τα βογγητά και το κλάμα κόπασαν.

Ήρθε το πρωί στο σκοτεινό βαγόνι με μια αποπνικτική μυρωδιά στον κρύο αέρα.

Κοίταξα γύρω στο μισοσκόταδο. Με κυρίεψε φρίκη. Όλοι είχαν κοκαλώσει. Μερικοί είχαν σωριαστεί διπλωμένοι στο πάτωμα, άλλοι, κοκαλωμένοι, παγωμένοι, νεκροί, στήριζαν άλλους νεκρούς. Όλοι είχαν πεθάνει από το κρύο και την ασιτία. Και το μόνο που άκουγα ήταν η σιγή του θανάτου – και η ανάσα μας.

Δυο άνθρωποι μόνο ζούσαν. Ο γέροντας κι εγώ και αναπνέαμε ακόμα. Εκείνος, επειδή εγώ τον κρατούσα ζεστό, κι εγώ, επειδή έκανα προσπάθεια.

Τότε κατάλαβα το μυστικό της ζωής, το μυστικό της επιβίωσης. Να δίνεις, να δίνεις όσο μπορείς και να μη μετράς πόσο σου κοστίζει. Όταν δίνοντας εσύ ζεσταίνεις την καρδιά του άλλου, τότε ζεσταίνεις και τη δική σου. Φτάνει να μη μετράς το κόστος.

Όταν στηρίζεις κι ενθαρρύνεις τη ζωή στον άλλο, στηρίζεις κι ενθαρρύνεις και τη δική σου ζωή.

Άνχελ Ανώνυμος, 4/5/22

3 Comments

  1. Christos Xenakis

    Πολύ όμορφη και διδακτική ιστορία!
    Θυμίζει το μυθιστόρημα του Τολστόι “Αφέντης και Δούλος”.
    Εκεί και οι δύο πεθαίνουν, αλλλά η ωρίμανση και η αλλαγή μέσω του δοσίματος περιγράφεται με παρόμοιο τρόπο.

  2. Christos Xenakis

    Διόρθωση: στο μυθιστόρημα του Τολστόι ο υπηρέτης διασώζεται την τελευταία στιγμή και πεθαίνει αργότερα γαλήνια.

    1. Νικόδημος

      Ευχαριστώ για την ενημέρωση. Όντως δεν ήξερα αυτήν την ιστορία του Τολστόι ωσότου εσείς την αναφέρατε. Ο παραλληλισμός είναι ουσιαστικός παρά τις διαφορές στις συνθήκες και τους χαρακτήρες.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *