Π217: Ποίησης Τέχνη (4)

Π217: Ποίησης Τέχνη (4)

- in Ποίηση
0

1. Υπάρχουν πολλοί ορισμοί για την Ποίηση – μερικοί καλοί, οι πιο πολλοί άχρηστοι εξυπνακισμοί ή παραπλανητικές πόζες. Να μερικές πόζες: –

Ν. Βρεττάκος: Αν δεν μου ’δινες την ποίηση, Κύριε, δεν θα ‘χα τίποτα για να ζήσω.

Τ. Λειβαδίτης: Θυμάμαι παιδί που έγραψα κάποτε τον πρώτο στίχο μου. Από τότε ξέρω ότι δεν θα πεθάνω ποτέ, αλλά θα πεθαίνω κάθε μέρα.

Γ. Σεφέρης: Πιο δύσκολο να συμπληρώσεις ένα στίχο παρά να σηκώσεις ένα βράχο.

Ο. Ελύτης: Να γιατί γράφω. Γιατί η ποίηση αρχίζει από εκεί που την τελευταία λέξη δεν την έχει ο θάνατος. // Αυτή είναι κι εξυπνακισμός:- όπως τα επόμενα:

Γ. Σεφέρης: Η ποίηση έχει τη ρίζα της στην ανθρώπινη ανάσα.

Ε. Α. Πόε: Η ποίηση είναι σκέψεις που αναπνέουν και λέξεις που καίνε.

Μ. Αναγνωστάκης: Η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας.

Απορείς γιατί σοβαροί δήθεν άνθρωποι γράφουν τέτοιες ανοησίες.

2. Ο Κωνστ. Μαντζίκος στο άρθρο του “Τι είναι η ποίηση”, απόψεις του οποίου εξέτασα στα αμέσως προηγούμενα άρθρα, συμπιέζει σχεδόν όλες τις μοντέρνες ανόητες αντιλήψεις για την ποίηση. Το άρθρο του είναι ευπρόσιτο στο Διαδίκτυο στα ελληνικά. Σε αυτό αναφέρει επίσης τη ρήση του Αμερικανού ποιητή Robert Frost (1874-1963) πως “ποίηση είναι όταν ένα συναίσθημα έχει βρει τη σκέψη του και η σκέψη έχει βρει τις λέξεις”, δηλ. ξεκινά με κάποιο συναίσθημα (ή συγκίνηση) που διοχετεύεται σε σκέψη και αυτή μετά διατυπώνεται.

Ο Φροστ απηχεί πολλούς προηγούμενους. Ο Γάλλος ποιητής Paul Valéry όρισε την ποίηση ή ένα ποίημα ως “ανάπτυξη ενός επιφωνήματος”. Μα και οι δυο ρήσεις είναι ελλιπείς διότι η ανάπτυξη του επιφωνήματος ή διοχέτευση και διατύπωση σε λέξεις, μπορεί να γίνει κάτι επίπλαστο ή να είναι προσποίηση και παραποίηση. Κάπως καλύτερη είναι η ρήση του Άγγλου S.T. Coleridge (1772-1834) “Πεζός λόγος – λέξεις τοποθετημένες στην καλύτερη σειρά. Ποίηση – οι καλύτερες λέξεις στην καλύτερη σειρά”: εδώ υπονοείται η χρήση της δημιουργικής φαντασίας και η βαθυστόχαστη έκφραση συναισθήματος.

Ο Κώστας Κουτσουρέλης στη σελ. 9 του βιβλίου του Τι είναι και τι δεν είναι ποίηση λέει πως η ποίηση είναι τέχνη, δηλαδή μια “τεχνική οργάνωσης του λόγου” (σελ. 16), δηλ. “η τέχνη του στίχου”. Δηλαδή τρέχα γύρευε. Αλλού λέει (σελ. 23) πως η ποίηση στέκεται στο μέτρο “όχι της ευαισθησίας μα της καλαισθησίας”.

3. Ο Μαντζίκος όπως και ο Κουτσουρέλης και πάμπολλοι θεωρητικοί και κριτικοί (μα και ποιητές που θεωρητικολογούν ή κρίνουν) δεν δίνουν παραδείγματα καλαισθησίας, καλού στίχου με “καλύτερες λέξεις στην καλύτερη σειρά” ή, για να το πω αλλιώς, καλαίσθητης ποίησης (και μέτριας και κακής ποίησης)! Αυτή η απροθυμία είναι πολύ πολύ παράξενη.

Εδώ, εγώ θα ξεκινήσω με στίχους που είναι ή που θεωρώ κακούς και θα εξηγήσω γιατί. Παίρνω, λοιπόν, ξανά το 2ο ποίημα:

Είπες εδώ και χρόνια:/ “Κατά βάθος είμαι ζήτημα φωτός”./

Και τώρα ακόμη σαν ακουμπάς/ στις φαρδιές ωμοπλάτες του ύπνου/

ακόμη κι όταν σε ποντίζουν/ στο ναρκωμένο στήθος του πελάγου/

ψάχνεις γωνίες όπου το μαύρο/ έχει τριφτεί και δεν υπάρχει/

αναζητάς ψηλαφητά τη λόγχη/ την ορισμένη να τρυπήσει την καρδιά σου/

για να την ανοίξει στο φως.

Κοιτάξτε (α) τον στίχο “σαν ακουμπάς τις φαρδιές ωμοπλάτες του ύπνου”. Μερικοί θεωρούν τους στίχους ωραίους διότι θυμίζουν παιδί που ακουμπά στον ώμο του πατέρα του! Αυτοί όμως δεν διαβάζουν τον στίχο μα μια αναδιατύπωση και μια λεκτική εικόνα που γίνεται φωτογραφία στο νου τους. Ο στίχος λέει ΩΜΟΠΛΑΤΕΣ όχι “ώμο”!

Πρόκειται για μια μεταφορά ή, ακριβέστερα, μια προσωποποίηση. Ο ύπνος παρουσιάζεται ως πλάσμα με φαρδιές ωμοπλάτες. Με ποιο μέρος του ύπνου αντιστοιχούν οι φαρδιές ωμοπλάτες;… Βλέπετε, λέμε πως πέφτουμε ή πλαγιάζουμε στην αγκαλιά του ύπνου. Ο ύπνος μας αγκαλιάζει ή μας τυλίγει: διότι αναπαυόμαστε στην άμορφη ουσία του και μας υποδέχεται με φροντίδα. Δεν μιλάμε για το κεφάλι ή τα άκρα (χέρια, πόδια, γλουτοί κ.λπ.) του ύπνου, ή τα μάτια, τη μύτη, τα μάγουλά του. Διότι είναι άμορφος. Με τις ωμοπλάτες, ο ποιητής του δίνει μια μορφή την οποία δεν μπορούμε να εικονίσουμε με κανένα τρόπο.

Ο ύπνος, ως συνειδησιακή κατάσταση στην εμπειρία όλων μας, δεν έχει τίποτε απολύτως που να αντιστοιχεί με “φαρδιές ωμοπλάτες”!

Κοιτάξτε (β) “το ναρκωμένο στήθος του πελάγου”. Αυτό επίσης δεν μπορούμε να το εικονίσουμε. Η νάρκωση προϋποθέτει κάποια ουσία που εισέρχεται σε έναν οργανισμό (ή αίμα/μυαλό) και ναρκώνει (= κοιμίζει, ακινητοποιεί). Αν το στήθος που υποδείχνει την επιφάνεια του πελάγου είναι ναρκωμένο ποια ουσία το νάρκωσε; Και το υπόλοιπο πέλαγο (κεφάλι, πλάτες, πόδια) είναι ανάρκωτο;

Ούτε σε αυτή τη μεταφορά (ή προσωποποίηση) έχουμε αντικειμενική αντιστοιχία.

Μετά, πάλι, (γ) τι είναι το μαύρο στις γωνιές του πελάγου που έχει τριφτεί;

Και ποια λόγχη μπορείς να βρεις (αν όχι στις φαρδιές ωμοπλάτες του ύπνου) στις γωνιές του πελάγου (ας δεχτούμε πως έχει γωνίες το πέλαγο!) που το άγνωστο μαύρο έχει τριφτεί;

Τα σχήματα λόγου είναι συγχυσμένα και η όλη συγκίνηση (αν υπάρχει καθόλου) εντελώς προσποιητή. Είναι άκομψα διανοήματα, όπως εξήγησα, όχι γνήσιες ποιητικές εκφράσεις.

4. Στο 1ο ποίημα δεν συναντάμε τέτοιες δυσκολίες. Τα σχήματα λόγου στέκουν έχοντας αντικειμενική αντιστοιχία. Μόνο σ’ ένα σημείο, που επεσήμανα στην ανάλυση στο §1 (β) 214. Ποίηση: Ποίησης Τέχνη (2).

Εδώ όμως υπάρχει και κάποιος ρυθμός, παρότι το ύφος είναι ύφος συνομιλίας δίχως αυστηρό μέτρο. Υπάρχουν επίσης τρεις ρίμες που τονίζουν καίριες καταστάσεις. Η σύγχυση με τις “κατευθύνσεις… τι ν’ ακολουθήσεις”. Η αντίθεση του αστραφτερού δόρατος και η αναπήδηση όχι αίματος ή έστω πόσιμου νερού μα γλυφού νερού. Και η ομοιοκαταληξία στο τέλος (αγωνίας – αλαζονείας) που συνοψίζει και κλείνει το ποίημα συνδέοντάς το με την αρχή (δηλ. “ναυάγια” στο τέλος και στην αρχή “σπασμένη σαϊτιά” ανάμεσα σε “νησιά, κόκκαλα, δάχτυλα” κλπ.).

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *