Π233: Κριτική Κατσουρέλη (2)

Π233: Κριτική Κατσουρέλη (2)

- in Ποίηση
0

Προσποιείται ο Σικελιανός. Δεν νιώθει αυτά που γράφει: είναι πόζα. Ψευτίζει! Απορώ που ο Ζ. Λορεντζάτος (όπως γράφει ο Κουτσουρέλης, σ 81) τον θεώρησε «αδιαφιλονίκητα ο μεγαλύτερος Έλληνας ποιητής του 20ού αιώνα»!

1. Ο Κ. Κατσουρέλης παρουσιάζει με ευνοϊκά σχόλια διάφορα κομμάτια του Σικελιανού στις σελίδες 99-102 του βιβλίου του, Τι είναι και τι δεν είναι Ποίηση (2020, Άρκτος). Χρησιμοποιεί τη φράση «τραυματισμένος τόνος» την οποία παίρνει από ένα σχόλιο του Σεφέρη όταν εκείνος γράφει για ένα κομμάτι του Σικελιανού: «Θυμούμαι με μεγάλη ευγνωμοσύνη τη δροσερή συγκίνηση που μου είχε δώσει αυτός ο μεστός τόνος κάπως τραυματισμένος στην ευρωστία του». Το απόσπασμα που σχολιάζουν και οι δυο είναι το προοίμιο του Ιερά Οδός όπου ο Σικελιανός περπατούσε από την Αθήνα προς την Ελευσίνα (σ 100):

Από τη νέα πληγή που μ΄ άνοιξεν η μοίρα / έμπαινε ο ήλιος, θαρρούσα, στην καρδιά μου / με τόση ορμή, καθώς βασίλευε, όπως / από ραγισματιάν αιφνίδια μπαίνει / το κύμα σε καράβι π’ ολοένα / βουλιάζει…

Έχω διαβάσει πολλές φορές το ποίημα, σε διαφορετικές συνθήκες, για να βεβαιωθώ πως οι διανοητικές και συναισθηματικές μου αντιδράσεις είναι σχετικά σταθερές. Ποτέ δεν ένιωσα καμιά συγκίνηση ή, κυρίως, την αίσθηση, ναι, να το «καλό».

Γιατί; Διότι η αναλογία ή παρομοίωση με το βυθιζόμενο καράβι είναι άκρως αντιφατική. Δηλαδή, με την παρομοίωσή του, υπαινίσσεται ο αφηγητής (ο Σικελιανός) πως θα βουλιάξει ο ίδιος σαν το καράβι;… Αυτό υπονοεί;

Δεν ξέρουμε (στην αρχή) ποια είναι η πληγή που του άνοιξε η μοίρα, μα, καθώς μπαίνει ορμητικά ο ήλιος που βασίλευε, αυτός αναθάρρευε νιώθοντας ανάταση (γι’ αυτό είχε βγει έξω, άλλωστε, να αντλήσει «ζωή από τον έξω κόσμο») ενώ το καράβι βουλιάζει!!! Άθελά του ο ποιητής προδίδει την πρόθεση και τον εαυτό του.

Πώς στην ευχή δεν επισημαίνουν την αντίφαση – και ο Σεφέρης και ο Κουτσουρέλης; Συγκινήθηκε όντως ο Σεφέρης;

2. Το ίδιο σφάλμα αντίφασης παρατηρείται και στο ποίημα «Η Αυτοκτονία του Ατζεσιβάνο»:

[ Ανεπίληπτα πήρε το μαχαίρι / ο Ατζεσιβάνο. Κι ήτανε η ψυχή του / την ώρα εκείνη ολάσπρο περιστέρι…/ ] Κι όπως κυλά από τ΄ άδυτα του αδύτου / των ουρανών μες στη νυχτιά έν’ αστέρι / ή, ως πέφτει ανθός μηλιάς με πράο αγέρι, / έτσι απ’ τα στήθη πέταξε η πνοή του.//

Τις τρεις γραμμές σε αγκύλες δεν τις έχει το κείμενο στον Κουτσουρέλη (σ 100). Τις παραθέτω γιατί (α) η ψυχή είναι σαν «ολάσπρο περιστέρι» και (β) ο Σικελιανός δεν μπορούσε να ξέρει ποια ήταν η κατάσταση της ψυχής (γιατί «ανεπίληπτα»; πώς το ξέρει;) του Ατζεσιβάνο.

Το «ολάσπρο» είναι κάπως αντιφατικό με τον ανθό μηλιάς, ο οποίος έχει μπόλικο ροζ. (Η αχλαδιά έχει κάτασπρο ανθό!) Το «πράο» περιγράφει το αγέρι, μα ένα πράο αγέρι δεν ρίχνει τον ανθό. Χρειάζεται πιο δυνατό αγέρι. Οπότε το «πράο» μάλλον πάει να υποστηρίξει την πραότητα του Ατζεσιβάνο.

Μα ο ανθός πέφτει στη γη, δεν ανυψώνεται όπως θα περιμέναμε την πνοή ή ψυχή του Ατζεσιβάνο!

Ο διάττων αστέρας που κυλάει, επίσης κυλάει προς τα κάτω – κι όχι προς τα πάνω, όπως, θα περιμέναμε, την καθαρή πνοή και άσπιλη ψυχή του αυτόχειρα! Κι εδώ προσέξτε πάλι την προσπάθεια ισχυροποίησης της εικόνας «τ΄ άδυτα του αδύτου / των ουρανών». Δηλαδή σε πόσο πιο «άδυτο» πάμε; Το άδυτο του ναού είναι συγκεκριμένο και απόλυτο: δεν έχει πιο πέρα, «άδυτα του αδύτου».

3. Κι εδώ υπάρχει αντίφαση! Άλλα λέει ο ποιητής και άλλα, το αντίθετο, υπονοούν οι παρομοιώσεις του. Η ψυχή πάει προς τα πάνω, στον ουρανό, ενώ τα αντικείμενα των παρομοιώσεων πάνε προς τα κάτω, προς τη γη!

Προσποιείται ο Σικελιανός. Δεν νιώθει αυτά που γράφει: είναι πόζα. Ψευτίζει! Απορώ που ο Ζ. Λορεντζάτος (όπως γράφει ο Κουτσουρέλης, σ 81)τον θεώρησε «αδιαφιλονίκητα ο μεγαλύτερος Έλληνας ποιητής του 20ού αιώνα»! Ναι, ορθά, de gustibus non (est) disputandum. Μα εγώ πάω πιο πέρα και λέω – ο Λορεντζάτος μάλλον δεν ήξερε να διαβάζει ποίηση.

 Και ο Κουτσουρέλης δεν το διαβλέπει ενώ είναι τόσο φανερό! Και δεν το διαβλέπει διότι, προφανώς, δεν είναι σίγουρος για το τι συνιστά καλή ποίηση!

Δεν μπορεί ένα γνήσιο, καλό, ποίημα να περιέχει (τέτοιες) αντιφάσεις. Η αντίφαση αμέσως το υποβιβάζει σε κακή ποίηση – άσχετα με το τι λέει και προσπαθεί να μεταδώσει ο στιχοπλόκος!

Σίγουρα «η τέχνη του στίχου», που είναι η ποιητική τέχνη, όπως γράφει στη σελ. 16, δεν μπορεί να περιέχει τέτοιες αντιφάσεις.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *