Βέβαια, η αντιληπτικότητα των αναγνωστών διαφέρει. Πώς εσύ αντιλαμβάνεσαι τη γραμμή «Να την η μοιχαλίδα η μελαγχολία». Γιατί «μοιχαλίδα» – εκτός από τη φανερή παρήχηση συμφώνων;
Υπάρχουν δύο ευρείες κατηγορίες προσέγγισης στην Ποίηση. Η πρώτη αφορά την άμεση ανταπόκριση του αναγνώστη: δεν λέω ακροατή, εκτός από ποιητικά δράματα στο θέατρο ή την οθόνη, διότι εδώ και πολλές δεκαετίες τα ποιήματα διαβάζονται, όσα και όταν διαβάζονται. Η δεύτερη συστήνει ή απαιτεί ο αναγνώστης να μάθει όσα μπορεί για τον ποιητή/ποιήτρια και τις συνθήκες ζωής του για να έχει πληρέστερη πληροφόρηση.
Λίγοι συγκριτικά (είτε με το σύνολο του πληθυσμού είτε με παλαιότερες εποχές) διαβάζουν σήμερα ποίηση. Είτε διότι δεν νιώθουν έλξη προς αυτήν τη μορφή τέχνης που είναι υψηλή μα και απαιτητική, είτε διότι, αν κάποτε ένιωθαν έλξη, το διάβασμα της νεωτερικής ποίησης που είναι πολύ ασαφής ή άλογη, προσωπική και συγκεχυμένη, τους απώθησε.
Ο πρώτος τρόπος είναι άμεσος, ευθύς, αρκείται στο τι λέει και τι υπονοεί το ποίημα με τις λέξεις και τις εικόνες. Βέβαια, η αντιληπτικότητα των αναγνωστών διαφέρει. Πώς εσύ αντιλαμβάνεσαι τη γραμμή «Να την η μοιχαλίδα η μελαγχολία». Γιατί «μοιχαλίδα» – εκτός από τη φανερή παρήχηση συμφώνων;
Μα εδώ, ούτε αν γνωρίσεις τα πάντα (όσο γίνεται!) για τον ποιητή/ποιήτρια, για την εποχή και την περιοχή όπου ζούσε και τον τρόπο ζωής του/της, θα μπορέσεις να εξακριβώσεις καλύτερα το νόημα – αν αξίζει τον κόπο.
Κι όμως μου φαίνεται πως υπάρχει ένα και μόνο βαθύτερο νόημα.
Με τον δεύτερο τρόπο, με την εγκυκλοπαιδική πληροφόρηση (ιδίως αν πρόκειται για ποίημα ποιητή πολύ παλαιότερης εποχής ή άλλης χώρας) οπωσδήποτε θα εισέλθεις πιο εύκολα στον κόσμο, στην ατμόσφαιρα του ποιήματος έχοντας γνωρίσει μερικά/πολλά από τα πράγματα που γνώριζε ο ποιητής. Αν π.χ. γνωρίζεις πως ο Σεφέρης είχε αποτυχημένο έρωτα με κάποια κοπέλα πριν γράψει το Ερωτικός Λόγος, καταλαβαίνεις ευκολότερα την προσπάθεια να εκφράσει ορισμένες διαθέσεις.
Από την άλλη, πάλι, όταν συναντήσεις τις γραμμές «το αίμα σου / άπλωνε τις άσπρες του φτερούγες», θα απορήσεις, θα ξαναδιαβάσεις τα συμφραζόμενα και ολόκληρο το ποίημα, γιατί ο νους θέλει κάποια έλλογη έννοια και το αίμα είναι κόκκινο και δεν μπορεί να έχει «άσπρες φτερούγες».
Εδώ ο ποιητής προδίδει την ποιητική τέχνη για να έχει κάποιο προσωπικό ή πρωτότυπο σύμβολο που δεν (με) ικανοποιεί. Όσα κι αν μάθεις για τον ποιητή, δεν θα λύσεις τον γρίφο αυτής της αντίφασης.
Ένας ποιητής γράφει πως «οι ώρες» του ήταν «πιο πρόσχαρες από το κρύο νερό / στον ουρανίσκο» κι αναγνωρίζεις αμέσως την κοινή εμπειρία της δίψας και τη δροσερή ικανοποίηση με το κρύο νερό στο στεγνό στόμα.
Άλλος ποιητής περιγράφει όμοια εμπειρία με διαφορετικό τρόπο και σε διαφορετική περίσταση λέγοντας πως οι μπόρες του Απρίλη είναι «γλυκές» όταν διαπερνούν την ξηρασία του Μάρτη ως τις ρίζες. Εδώ είναι ο Άγγλος ποιητής Geoffrey Chaucer (1340-1400) που γράφει στη δεκαετία 1380.
Και στις δυο περιπτώσεις έχουμε το οικουμενικό θέμα, την πανανθρώπινη εμπειρία, της γλυκιάς ή πρόσχαρης αίσθησης που προκαλεί το κρύο νερό όταν ο άνθρωπος ή το δέντρο διψά.
Η επιτυχημένη έκφραση αυτής της οικουμενικότητας είναι μια από τις απόψεις όπου η ποιητική τέχνη δίνει τέρψη και ωφέλεια.