Οι συνδηλώσεις που περιέχονται μέσα σε ένα κείμενο και το καθιστούν ποιητικό (ή όχι, ή καλό ή πολύ κακό) είναι πάντοτε ανιχνεύσιμες. Διότι υπάρχουν ορισμένοι, λίγοι κανόνες, που ισχύουν και στην παλαιότερη ποίηση (ομοιοκαταληξία, μέτρο, σχήματα λόγου κλπ) και στον ελεύθερο στίχο (δίχως μέτρο και ομοιοκαταληξίες) και, ακόμα, στη σουρεαλιστική ποίηση.
Ένα από τα μεγαλύτερα ελαττώματα των σύγχρονων, (μετά-)μοντέρνων μελών του ποιητικού κύκλου, είναι ότι δεν μπορούν να διαβάσουν. Έχουν μάθει να διαβάζουν και, συχνά, σε δυο και τρεις ξένες γλώσσες. Οπότε η δυσκολία είναι βαθύτερη από την απλή, επιφανειακή ανάγνωση.
Έχω ακούσει από πολλούς/πολλές να λένε πως ο Σεφέρης, άσχετα με το Νόμπελ, είναι πολύ σπουδαίος ποιητής διότι διαβάζεται εύκολα έχοντας επιτύχει μια ωραία ποιητική γλώσσα. Έχω ακούσει και από δυο πολύ φίλους, μια κυρία κι έναν κύριο πως δεν τους αρέσει καθόλου ο Σεφέρης διότι απλούστατα, εκτός από λιγοστά κομμάτια, δεν καταλαβαίνουν τι λέει στα ποιήματά του.
Στο Ποίηση Τώρα (φρμκ 2018, Αθήνα) γράφει και ο Θοδωρής Χιώτης για τη δική του προσέγγιση στην ποίηση απαντώντας ως ποιητής ο ίδιος και ως αναγνώστης στα ερωτήματα «Τι είναι ποίηση; Ποια η σχέση της με την κοινωνία; Ποιοι οι πρόγονοι;» κλπ κλπ.
Η δική του θεωρητική περιέχει πολλές αναλήθειες ή ανακρίβειες. Π.χ. (σ.201) –
«Ο θεωρητικός λόγος για την ποίηση δεν είναι άσκηση πολυτελείας ή ματαιοδοξίας για τους ποιητές».
Απεναντίας, οι σύγχρονοι ποιητές (κι έχω διαβάσει πάρα πολλούς) δεν γράφουν τίποτα που να μην περιέχει μια μικρή ή πολύ μεγάλη δόση ματαιοδοξίας. Είναι υπνωτισμένοι με τον τίτλο «ποιητής/ποιήτρια». Η δε λέξη «αυτό-έκφραση» είναι ένας ευφημισμός για «αυτοπροβολή».
Στη σελ.26: «Οι παράμετροι, οι οποίοι (=συντελεστές, ή τα στοιχεία τα οποία) καθιστούν ένα κείμενο ποιητικό, κουβαλούν φορτίο εκδηλώσεων, που συχνά δεν είναι εύκολα ανιχνεύσιμες… Ο διαχωρισμός… ποιητικό και μη ποιητικό παραπέμπει σε μια αναγνωστική διαδικασία μέσω της οποίας συνδέουμε τις αλλαγές που βιώνουμε τόσο στο θυμικό όσο και στο ίδιο μας το σώμα μέσω της γλώσσας… ένα ποιητικό κείμενο μας δίνει μια ιδέα για το ποιοι (μπορεί να) είμαστε, για το πως αλλάζουμε μέσα στον χρόνο».
Δεν καταλαβαίνω πως η ποίηση καθαυτή επηρεάζει το σώμα και τι αλλαγές του προκαλεί. «Όσο για το ποιοι (μπορεί να) είμαστε και πως αλλάζουμε στον χρόνο (και στον χώρο: γίνεσαι άλλος άνθρωπος στο αρκτικό κλίμα, π.χ.) μας το λένε αρκετά καλά και μυθιστορήματα και (φιλοσοφικά/ψυχολογικά) κείμενα. Τέλος οι συνδηλώσεις που περιέχονται μέσα σε ένα κείμενο και το καθιστούν ποιητικό (ή όχι, ή καλό ή πολύ κακό) είναι πάντοτε ανιχνεύσιμες. Διότι υπάρχουν ορισμένοι, λίγοι κανόνες που ισχύουν και στην παλαιότερη ποίηση (ομοιοκαταληξία, μέτρο, σχήματα λόγου κλπ) και στον ελεύθερο στίχο (δίχως μέτρο και ομοιοκαταληξίες) και, ακόμα, στη σουρεαλιστική ποίηση. Κι έτσι ξεχωρίζουν πολύ καλά ποιήματα, καλά, μέτρια και κακά.
Χάνεται δε ο Χιώτης σε αυθαίρετους για να μην πω αλαζονικούς προσδιορισμούς γράφοντας (σελ.43) «Η ποιητική γλώσσα εξ ορισμού είναι η γλώσσα ως πολιτικό γεγονός: … επαναπροσδιορίζει τι είναι γλώσσα τι μεταδίδει… και, τέλος, τι μπορεί να κάνει η γλώσσα… αμφισβητεί όχι μόνο τις παραδεδομένες χρήσεις της γλώσσας αλλά καταδεικνύει πως το άτομο δεν μπορεί να χωριστεί από την κοινωνία…» κλπ.
Κάποτε, ναι! Κάποτε ΟΧΙ! Και οπωσδήποτε δεν χρειαζόμαστε την ποιητική γλώσσα για να ξέρουμε πως δεν μπορούμε να χωριστούμε από την κοινωνία δίχως πολύ μεγάλο κόστος σε αθλιότητα και δυστυχία.
Αλλά ο Χιώτης δυο φορές εισάγει ποιητικά κείμενα άλλων για να στηρίξει τις δηλώσεις του. Αυτό είναι πολύ καλό. Το αφήνω για το επόμενο.