Κάθε κείμενο εντυπώνει τη συνδιαλλαγή, τη διαδικασία σχηματισμού νοήματος και της σιωπής. Όλα τα ποιητικά μα και τα πεζά κείμενα κάνουν αυτήν την τρίπτυχη δουλειά. Πώς ξεχωρίζουν τα ποιητικά;
Ένα από τα μεγαλύτερα ελαττώματα των σύγχρονων, (μετα-)μοντέρνων μελών του ποιητικού κύκλου είναι το ότι δεν μπορούν να διαβάσουν. Έχουν μάθει να διαβάζουν και, συχνά, σε δυο ή τρεις ξένες γλώσσες. Οπότε η δυσκολία είναι βαθύτερη! Συνεχίζω με το Ποίηση Τώρα.
Ασχολήθηκα με τον Θοδωρή Χιώτη διότι είναι ο μόνος που εισάγει 3 ποιητικά κείμενα (άλλων) για να υποστηρίξει κι επεξηγήσει τις θεωρητικές δηλώσεις του περί ποιητικής. (Η Φοίβη Γιαννίση παραθέτει επίσης ένα σύντομο της Σαπφούς (σ.84) κι ένα δικό της (σ.185).)
Πάντοτε, θεωρητικές δηλώσεις που κάνουν οι εξειδικευμένοι για οποιονδήποτε τομέα της ανθρώπινης γνώσης ή/και δραστηριότητας γίνονται πολύ πιο ευνόητες αν δοθούν πρακτικά παραδείγματα.
Επίσης, όταν κρίνουμε ένα έργο τέχνης, ποίημα στη συγκεκριμένη περίπτωση, οφείλουμε – ο καθένας και η καθεμιά «να τεκμηριώσει την κρίση του (ή της) με σαφήνεια» (Παν. Ιωαννίδης: Ποίηση Τώρα, σ13).
Ο Χιώτης (σ.26) παραθέτει τις τελευταίες 7 γραμμές από «Το Φως», τελευταίο τμήμα στην Κίχλη του Σεφέρη.
Και είσαι/ σ’ ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά/ τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας από που να κοιτάξεις πρώτα,/ γιατί θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά και το τιτίβισμα των πουλιών/ θ’ αδειάσει η θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά και νότο/ θ’ αδειάσουν τα μάτια σου απ’ το φως της μέρας/ πως σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια.
Ο Χιώτης το παραθέτει για να στηρίξει τη δήλωσή του – «ένα ποιητικό κείμενο μας δίνει μια ιδέα για το ποιοι μπορεί να είμαστε, για το πως αλλάζουμε μέσα στον χρόνο».
Κι εξηγεί: «Το απόσπασμα… εντυπώνει τη συνδιαλλαγή ανάμεσα στον ήχο των λέξεων όταν αυτές αρθρώνονται, τη διαδικασία σχηματισμού νοήματος και της σιωπής».
Υπάρχουν δυο σοβαρά σφάλματα εδώ. (α) Δεν είναι μόνο ποιητικά κείμενα σαν αυτό… Κάθε κείμενο εντυπώνει τη συνδιαλλαγή, τη διαδικασία σχηματισμού νοήματος και της σιωπής. Όλα τα ποιητικά μα και τα πεζά κείμενα κάνουν αυτήν την τρίπτυχη δουλειά. Πώς ξεχωρίζουν τα ποιητικά; Δεν μας λέει. (β) Δεν καταδείχνει ο Χιώτης με ποιον τρόπο το απόσπασμα στηρίζει αυτό που έγραψε νωρίτερα για το ποιοι είμαστε και αλλάζουμε στον χρόνο.
Διαφορετικά άτομα, ανάλογα με τη νοοτροπία τους θα ερμηνεύσουν το κομμάτι διαφορετικά. Όλοι φυσικά μένουν στη θεματολογία και όχι στην ποιητική, δηλαδή στο κατά πόσο είναι ποιητικά άρτιο το απόσπασμα.
Ένας φίλος που δεν καταλαβαίνει τον Σεφέρη υπέδειξε πως η στίξη δεν είναι βοηθητική, το “δεν ξέροντας” παραπέμπει στον Ερωτόκριτο Α1365 μάλλον κουραστικά χωρίς να προσθέτει τίποτα, το σύνολο είναι ιμπρεσιονιστικό άνευ λόγου με κάπως αυθαίρετες εντυπώσεις. Ένας που του αρέσει ο Σεφέρης το θεώρησε ως συμβολικό του ανθρώπου που κοιτά τον κόσμο μέσα από τις αισθήσεις (παράθυρα) και τις επιθυμίες του και φτάνει στον θάνατο. Άλλος το πήρε ως συμβολικό επίσης μα για τον άνθρωπο γενικά που τρέχει να απολαύσει τα καλά του κόσμου και απογοητεύεται.
Εμένα προσωπικά μου φαίνεται πως ο Σεφέρης μεταδίδει σύγχυση από το δικό του συγχυσμένο μυαλό με την επιθυμία να είναι ποιητής και λόγιος Νο1.
Τα άλλα δυο ποιητικά κείμενα επίσης δεν αναλύονται και ο Χιώτης αρκείται με γενικεύσεις. Στη σελίδα 43 είναι το Φθινοπωρινό Τοπίο του Σαχτούρη στο οποίο «η συλλογική αφήγηση αντηχεί σε κάθε μικρή ιστορία» του κειμένου.
Στη σελίδα 139 είναι μεταφρασμένη The Wound Dresser του Walt Whitman που είναι ουσιαστικά πρόζα κομμένη σε ποιητικές γραμμές. Εδώ έχουμε «ταχύτητες και χρονικότητες» σε σημείο όπου «το εσωτερικό και το εξωτερικό αναδιπλώνονται».
Και στις τρεις περιπτώσεις το κείμενο δεν αναλύεται ούτε ως ποιητική τέχνη ούτε ως ενδεικτικό της θεωρητικής άποψης του κριτικού.