Δούλος και Κύρης
Γιάννης Πίππας
Λάλημα πετεινού στο ξημέρωμα
κάλεσμα για όλους μας στο ημέρωμα·
λίγοι σηκώθηκαν, στον νου το κρεβάτι·
άτι πήραν για το τραχύ μονοπάτι.
Έχω σκιά, είμαι κι εγώ σκιά σκοτεινή·
έχω λαλιά, αλλά Εσύ είσαι η Φωνή·
εγώ αποφασίζω, νομίζω: τίποτα δεν ορίζω
χωρίς Εσένα τίποτα δεν τελειώνω, μήτε αρχίζω.
Φυσά θυμωμένος, τις φυλλωσιές αναδεύει
κι ο νους φυσά, σκέψεις κι αισθήματ’ ανακατεύει.
Τα Βασιλικά μού φόρεσες σε μια στιγμή
Κι ακούω, βλέπω, μυρίζω σε νιώθω Ζωή!
Ω! με θυμήθηκες πάλι – ποιον; Εμένα;
Κι εγώ ευτυχίας ντελάλης – για Σένα.
Με βρώμικα ντυνόμουν ως το κεφάλι
Εσέ ωσότου αναγνώρισα πάλι
φως στην καρδιά και ξημέρωμα σαν παλιά
κι ημέρωμα φορώντας τα Βασιλικά.
– – –
H Αγκάλη
Αγγελική Παναγιωτακοπούλου
Όταν θα νιώσεις τη φωτιά,
Μες στην καρδιά ν’ ανάβει,
Κράτα την σαν κληρονομιά
Που μοίρας δίχτυ ράβει…
Κι άμα απ’ τις φλόγες θα καείς
Η ανταμοιβή μεγάλη·
Δύσβατος δρόμος και τραχύς
Για κείνη την αγκάλη…
Εκείνη για αντάλλαγμα
Δεν ζήτησε παλάτια
Τον κόσμο μόνο να κοιτάς,
Με καθαρά τα μάτια…
Όποιος τη ζέστη της γευθεί
(Σαν δίκοπο μαχαίρι)
Δεν μπορεί πίσω να στραφεί
Μα και μπροστά υποφέρει…
Η μάχη είναι αθώρητη
Ο πόνος δίχως τραύμα,
Μοναχική κι απόρρητη
Ζωή – και μέγα θαύμα…