Κώστας Καλλίτσης
«Εξοχική κατοικία στο νησί…, επιφάνεια ακινήτου 105 τ.μ., επιφάνεια οικοπέδου 4.584 τ.μ., τιμή 750.000 ευρώ, αντικειμενική αξία 73.731 ευρώ». Τυχαία επιλογή, από τις εκατοντάδες αγγελίες πώλησης ακινήτων που στέλνουν μεγάλα κτηματομεσιτικά γραφεία, αναζητώντας ενδιαφερόμενους αγοραστές. Προσέξατε την ενημέρωση για τον φόρο που θα πληρώσει ο ενδιαφερόμενος ή, ακριβέστερα, για τον φόρο που –με τις ευλογίες του υπουργείου Οικονομικών– θα αποφύγει να πληρώσει; Η εμπορική αξία του ακινήτου είναι δέκα φορές μεγαλύτερη από την αντικειμενική αξία που ορίζουν οι πίνακες της εφορίας. Αρα, ο φόρος μεταβίβασης θα υπολογιστεί σε μια εικονική αξία δέκα φορές μικρότερη της πραγματικής, εμπορικής αξίας του ακινήτου. Λεφτά υπάρχουν.
Στο εμπόριο γης και ακινήτων και μάλιστα σε ακριβές περιοχές της χώρας, το κράτος δωρίζει μεγάλες φοροαπαλλαγές: Αντί να φορολογήσει τη μεταβίβαση μιας αξίας 750.000 ευρώ, κάνει «στραβά μάτια» και φορολογεί μόνο τις 73.731 ευρώ – αυτό κι αν είναι έκπτωση! Προφανώς, για την τόσο αναπτυξιακή δραστηριότητα του real estate στις ακριβές περιοχές της χώρας υπάρχει επάρκεια αυτού που τείνει να καθιερωθεί ως «δημοσιονομικός χώρος». Με διαφορετική ανάγνωση, τι υποδηλώνει αυτή η πραγματικότητα; Εξ όνυχος, ίσως ότι ενώ οι δημοσιονομικές ανάγκες είναι μεγάλες και θα διευρυνθούν (η κλιματική κρίση, η ενεργειακή κρίση, ο εκσυγχρονισμός του ΕΣΥ θα χρειαστούν και αυξημένη δημόσια χρηματοδότηση…), οι πελατειακές σχέσεις δίνουν τον τόνο στη φορολογική πολιτική.
Μια πολιτική που έχει σκληρά ταξικό χαρακτήρα.
Η φορολογία εισοδήματος ευνοεί προνομιακά τα εισοδήματα από κέρδη ενώ επιβαρύνει δυσανάλογα εκείνα που προέρχονται από μισθωτή εργασία. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, ο φορολογικός συντελεστής κερδών μεσοσταθμικά είναι 59% στη Ν. Κορέα, 57% στην Ιρλανδία, 55% στον Καναδά και στη Δανία, 51% στη Γαλλία, 50% στην Πορτογαλία, 48% στη Γερμανία και μόνο 25,9% στην Ελλάδα. Η χαμηλή φορολόγηση θα είχε λογική αν ίσχυε για όλους. Αλλά ισχύει μόνο για τα κέρδη. Το εισόδημα από μισθωτή εργασία φορολογείται με 28% για πάνω από 20.000, με 36% πάνω από 30.000 και με 44% για πάνω από 40.000 ευρώ – επιπλέον, επιβάλλονται οι υπέρογκες ασφαλιστικές εισφορές. Επιπλέον, έχουμε μια από τις χειρότερες σχέσεις άμεσων-έμμεσων φόρων σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στην πραγματικότητα, γινόμαστε μάρτυρες μιας μεγάλης αναδιανομής εισοδήματος από τους φτωχότερους προς τους πλουσιότερους.
Πρώτα, με εργαλείο τον πληθωρισμό. Στην Ελλάδα έχουμε τον υψηλότερο πληθωρισμό στην Ευρώπη, με εξαίρεση τις χώρες που είναι στη ζώνη του πολέμου, τις βαλτικές δημοκρατίες και τη Σλοβακία. Τυπικά ο πληθωρισμός είναι 12,1% αλλά για τα χαμηλότερα εισοδήματα, από τον κατώτατο μισθό έως 1.200 ευρώ/μήνα, ο πληθωρισμός είναι πολύ υψηλότερος, στην πραγματικότητα είναι πάνω από 25% ή 30%. Δεύτερο, με εργαλείο τη φορολογία. Ενα μεγάλο κύμα αναδιανομής σε βάρος των φτωχότερων γίνεται με τη διατήρηση αμετάβλητων των συντελεστών του ΦΠΑ παρά την έκρηξη της ακρίβειας, με αποτέλεσμα να αντλούνται 1 δισ. ευρώ έσοδα ΦΠΑ περισσότερα από όσα είχαν αρχικά προϋπολογιστεί. Τα πασίγνωστα υποζύγια λυγίζουν. Οι φόροι δεν μειώνονται ούτε εξίσου ούτε για όλους. Οι ανισότητες διευρύνονται και οι δυνάμεις κοινωνικής συνοχής διαβρώνονται. Αν αυτές οι τάσεις αφεθούν ανεξέλεγκτες να συνεχίζονται, όλα τα άλλα, οι κοινωνικές και πολιτικές συνέπειές τους, είναι θέμα χρόνου.
Πηγή: Καθημερινή