Μιχάλης Τσιντσίνης
Πολιτικά, ο Θοδωρής Ζαγοράκης ήταν μεζές. Το «φάγωμά» του δεν ενοχλεί κανέναν. Δεν είναι κανονικός πολιτικός, για να έχει εσωκομματική αναφορά. Η διαγραφή του δεν ζημιώνει καν τον ίδιο, αφού του επιτρέπει να εμφανίζεται σαν ήρωας στο ποίμνιο που τον ανέδειξε.
Η παραδειγματική αποπομπή του παλαίμαχου ποδοσφαιριστή ήταν το φανταχτερό περιτύλιγμα της όντως πολιτικής απόφασης. Το Μαξίμου έπρεπε κάπως να σερβίρει το γεγονός ότι αλλάζει τον νόμο σε εκκρεμή υπόθεση. Ικανοποιεί το αίτημα του Ζαγοράκη, καρατομώντας τον. Από αυτή την άποψη, η κυβέρνηση, όντως, δεν εκβιάστηκε. Ενέδωσε, προτού εκβιαστεί.
Το σκεπτικό που ανέπτυξε ρητώς ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, για απειλή στην «κοινωνική συνοχή», συνιστά έτσι αβίαστη ομολογία ενός αντιθεσμικού κυνισμού: Η πολιτεία αναγνωρίζει ότι εξαρτά την εφαρμογή του νόμου από τις εικαζόμενες κοινωνικές αντιδράσεις. Αν ο νόμος είναι δυσάρεστος, αν μπορεί να δώσει λαβή σε χουλιγκανικές εξάρσεις, τόσο το χειρότερο για τον νόμο.
Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι η απειλή να κοπεί η χώρα στα Τέμπη δεν ήταν υπαρκτή. Το πολιτικό κόστος είχε ήδη γίνει αισθητό πριν του δώσει φωνή ο πρώην ποδοσφαιριστής που υποδύεται τον ευρωβουλευτή. Παράγοντες λιγότερο έκδηλης ποδοσφαιροφροσύνης είχαν αρχίσει να λαλούν και να προετοιμάζουν τον αναβρασμό. Το ερώτημα είναι: Αποφεύγει η κυβέρνηση το κόστος με τη σολομώντεια επέμβασή της;
Λένε ότι στρέφει εναντίον της τους οπαδούς και της μιας και της άλλης πλευράς. Ολοι νιώθουν αδικημένοι. Το καθολικό αίσθημα αδικίας δίνει έτσι έναν αντίστροφο ορισμό της διαιωνιζόμενης ανομίας: Κανείς δεν δέχεται να υπαχθεί στον κανόνα, γιατί μπορεί διαρκώς να επικαλείται την ατιμώρητη παρανομία του άλλου. Σε μια παγίως ανομική κατάσταση –μια Μετασοβιετία– η παρανομία γίνεται αντιληπτή ως θεμιτή άμυνα. Οφθαλμός αντί οφθαλμού. Παράγκα αντί παράγκας.
Αν υπάρχει κόστος για την κυβέρνηση, δεν εξαντλείται στους τροφίμους και στους πωρωμένους της μιας ή της άλλης παράγκας. Από τον υπολογισμό του κόστους έχει, παραδόξως, εξοβελιστεί εκείνη η σιωπηλή μερίδα της κοινωνίας που παρακολουθεί με αηδία το παίγνιο εξουσίας με πρόσχημα το ποδόσφαιρο· που το βλέπει και το οσμίζεται σαν αέναο έλος πολιτικής παρακμής.
Υποτίθεται ότι η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται ως σπονδυλική της στήλη ακριβώς αυτό το κομμάτι της κοινωνίας. Υποτίθεται ότι αυτή την πολιτική κουλτούρα –της «κανονικότητας» των ανθρώπων της «μεσαίας τάξης», που δεν έχουν τα μυαλά τους στα κάγκελα– καλλιεργεί σαν πολιτικό της κεφάλαιο.
Πώς συμβιβάζεται το στρατηγικό της στίγμα με τη στάση της στη διαμάχη μεταξύ των παραγόντων; Συμβιβάζεται μόνο για όποιον μπερδεύει τη μετριοπάθεια με τη μεσιτεία. Για όποιον μπερδεύει τη θεσμική ουδετερότητα με μια περιδεή διαιτησία σε κυνομαχία.
Πηγή: Καθημερινή