Γιάννης Πρετεντέρης
Κατά την ταπεινή γνώμη τού γράφοντος, σφάλλουν όσοι νομίζουν ότι οι φασαρίες με τις διάφορες κάλπες και τις ημερομηνίες των εκλογών έγιναν για να μπερδέψει ο Τσίπρας τους ψηφοφόρους.
Ούτε ο Τσίπρας είναι ανόητος. Ούτε οι ψηφοφόροι.
Αντιθέτως, έχω την αίσθηση ότι το μπάχαλο συνέβη επειδή ο Τσίπρας βρίσκεται πλέον αντιμέτωπος με τη δυσβάστακτη υποχρέωση κάθε πρωθυπουργού: να οργανώσει την ήττα του.
Πάμε να το εξηγήσουμε.
Λίγο πριν από τις εκλογές (όποτε και αν γίνουν…) ο Τσίπρας έχει στο τραπέζι δύο δεδομένα κι ένα ζητούμενο.
Δεδομένο πρώτο. Στις εκλογές ο χαμένος χάνεται, είτε χάσει για μία ψήφο είτε με είκοσι μονάδες διαφορά. Και εξ όσων καταλαβαίνω, θεωρείται μάλλον απίθανο να χάσει ο Τσίπρας για μία ψήφο.
Δεδομένο δεύτερο. Ακόμη και μετά την ήττα, ο Τσίπρας θα προσπαθήσει να μη φύγει. Υποψιάζομαι ότι έχει μια διασταλτική αντίληψη του πολιτικού μεγέθους του, την οποία ως συνήθως καλλιεργούν και διάφοροι παρατρεχάμενοι.
Ποιο είναι το ζητούμενο; Να βρει κάποιον τρόπο, αν και ηττημένος, να παραμείνει στο παιχνίδι.
Δεν είναι απλό. Η ήττα αποτελεί εξουθενωτικό γεγονός. Και η παράδοση είναι εναντίον του.
Τις τελευταίες πολλές δεκαετίες μόνο δύο ηττημένοι πρωθυπουργοί επέστρεψαν στην εξουσία: ο Κωνσταντίνος Καραμανλής (το 1974 σε συνθήκες εθνικής κατάρρευσης) και ο Ανδρέας Παπανδρέου (το 1993). Κανείς άλλος.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο το φαινόμενο είναι ακόμη σπανιότερο. Μόνο τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι μπορώ να θυμηθώ (το 2001 και το 2008, αλλά μιλάμε για την Ιταλία) και τον Βίκτορ Ορμπαν (το 2010) – δεν νομίζω ότι έχουν πολλά κοινά με τον Τσίπρα.
Ολοι οι άλλοι έχασαν, έφυγαν. Και είναι πολλοί.
Πώς λοιπόν ο Τσίπρας ελπίζει να παραμείνει; Δύο τρόποι υπάρχουν.
Είτε η κάλπη να μη βγάλει σταθερή κυβερνητική λύση και προεδρική πλειοψηφία, ώστε να αρχίσει πάλι τους εκβιασμούς.
Δύσκολο. Με τα σημερινά στοιχεία θα είναι εξαιρετικά απίθανο να μην προκύψει μετεκλογικά πολιτική σταθερότητα με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
Είτε να αποφύγει μια αλληλουχία ηττών που εκ των πραγμάτων θα τον πετάξουν έξω από το παιχνίδι.
Και στις δύο περιπτώσεις θέλει να αποφύγει τη «στρατηγική ήττα» του ΣΥΡΙΖΑ που επιθυμεί η αντιπολίτευση.
Το πρώτο θα το κρίνουν οι ψηφοφόροι. Το δεύτερο εμπεριέχει και ένα θέμα χρονοδιαγράμματος.
Εως τώρα η κυβέρνηση δούλευε ένα χρονοδιάγραμμα με δυο Κυριακές ήττας τις οποίες θεωρούσε ότι μπορεί να αντέξει. Τον Μάιο με ταυτόχρονες εκλογές και ευρωεκλογές. Τον Οκτώβριο με δημοτικές και περιφερειακές.
Το πρόβλημα προέκυψε από τη ρευστοποίηση των εξελίξεων και το σοβαρό ενδεχόμενο να μη φτάσει η κυβέρνηση έως τον Μάιο.
Στην περίπτωση αυτή πηγαίναμε για τρεις διαδοχικές εκλογικές ήττες.
Μία στις βουλευτικές (όποτε γίνουν). Μια δεύτερη στις ευρωεκλογές, τον Μάιο 2019. Μια τρίτη στις αυτοδιοικητικές εκλογές, τον Οκτώβριο 2019.
Τι έκανε λοιπόν ο Τσίπρας; Εφερε το χρονοδιάγραμμα πέντε μήνες μπροστά επαναφέροντας τις εκλογές του Οκτωβρίου στον Μάιο.
Και έτσι επιστρέφουμε στην προηγούμενη λογική: μία ήττα στις βουλευτικές (όποτε γίνουν) και μία δεύτερη ήττα στις ευρωεκλογές και στις αυτοδιοικητικές εκλογές (τον Μάιο 2019).
Ενδεχομένως θεωρεί ότι το αντέχει. Αν μάλιστα καταφέρει να σύρει την κυβέρνηση έως τον Μάιο, τότε πάλι θα χάσει, αλλά μια κι έξω.
Είναι το καλύτερο σενάριο για τον Τσίπρα με δεδομένο ότι κανείς πολιτικός δεν αντέχει να χάνει κάθε έξι μήνες.
Αυτό άραγε σημαίνει ότι θα μείνει με κάποιον τρόπο στο παιχνίδι; Ουδείς γνωρίζει.
Ούτως ή άλλως, σε περίπτωση ήττας θα περάσει μια πολύ δύσκολη διετία, τριετία, με όλα τα άπλυτα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να φιγουράρουν στα μανταλάκια και τα δικαστήρια.
Αλλά θα έχει σίγουρα αυξημένες πιθανότητες. Και υποθέτω ότι το έχει αντιληφθεί.