Κώστας Καλλιτσής
Με ποια κριτήρια διαμορφώνεται η ευρωπαϊκή στρατηγική της χώρας; Το ερώτημα τίθεται εκ των πραγμάτων, από την όλως παράδοξη στάση της χώρας μας σε δύο μείζονα θέματα: την Ενιαία Αγορά, πρώτο, το ευρωομόλογο για την πολεμική βιομηχανία και την άμυνα, δεύτερο.
Το πρώτο θέμα είναι ο κατακερματισμός της ενιαίας εσωτερικής αγοράς – του κορυφαίου επιτεύγματος της Ε.Ε. Από την πανδημία και μετά, τα πιο ισχυρά ευρωπαϊκά κράτη ενισχύουν τις εθνικές επιχειρήσεις τους εις βάρος των επιχειρήσεων των πιο αδύναμων χωρών, δίνοντάς τους κρατικές ενισχύσεις που παραβιάζουν τις αρχές της Ενιαίας Αγοράς και στρεβλώνουν τους κανόνες ανταγωνισμού. Κάνοντας –με έναν πολύ δικό τους τρόπο…– την κρίση ευκαιρία, επιδοτούν τις επιχειρήσεις τους για να διευρύνουν τα μερίδιά τους, να εκτοπίζουν τους ανταγωνιστές των φτωχότερων χωρών και σε επόμενη φάση κάποιους εξ αυτών να τους εξαγοράσουν. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, οι οικονομικοί υπουργοί 11 κρατών της Ε.Ε. (Δανίας, Φινλανδίας, Ιρλανδίας, Πολωνίας, Σουηδίας, Ολλανδίας, Ουγγαρίας, Λετονίας, Τσεχίας, Σλοβακίας και Βελγίου), συνέταξαν μια κοινή επιστολή στην οποία καταγγέλλουν τις πρακτικές αθέμιτου ανταγωνισμού και υπονόμευσης της Ενιαίας Αγοράς. Η ουσία της: ένα έκτακτο, προσωρινό μέτρο (οι ενισχύσεις για την πανδημία και την ενεργειακή κρίση) αξιοποιείται για να στηριχθούν προνομιακά οι επιχειρήσεις των ισχυρών χωρών.
Το παράδοξο: παρότι η Ελλάδα και οι ελληνικές επιχειρήσεις πλήττονται από αυτόν τον αθέμιτο ανταγωνισμό, στην κοινή επιστολή των 11 δεν υπήρχε ελληνική υπογραφή.
Το δεύτερο θέμα είναι η έκδοση ευρωομολόγου για την ενίσχυση της αμυντικής ικανότητας και της πολεμικής βιομηχανίας της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Τέθηκε στην πρόσφατη σύνοδο κορυφής των 27. Μάλιστα, ο Ελληνας πρωθυπουργός λίγο πριν από την έναρξη της συνόδου, στις 20 Μαρτίου, είχε δημόσια υποστηρίξει την έκδοση ενός τέτοιου ευρωομολόγου. Το οποίο, αφενός θα ενίσχυε την πολεμική βιομηχανία της Ευρώπης, αλλά αφετέρου θα άνοιγε και τον δρόμο για την αντικατάσταση των εθνικών ενισχύσεων από ευρωπαϊκές. Ποιος διαφώνησε με το ευρωομόλογο, είναι γνωστό. Η Γερμανία πάλι.
Το δεύτερο παράδοξο: παρά τις δημόσιες δηλώσεις της, τελικά η ελληνική κυβέρνηση απέφυγε αιδημόνως να υπογράψει την πρόταση υπέρ του ευρωομολόγου. Την πρόταση της Γαλλίας συνυπέγραψαν μόνο η Εσθονία, η Λιθουανία, η Λετονία, η Ρουμανία και η Πορτογαλία. Από εκείνους που δεν υπέγραψαν την πρόταση, άλλοι είπαν ότι δεν τη γνώριζαν και κάποιοι δήλωσαν διαφωνίες σε λεπτομέρειές της. Κι άλλοι, λίγοι, παραδέχτηκαν ότι δεν υπέγραψαν γιατί δεν θέλουν να αντιταχθούν στο Βερολίνο. Σε ποια κατηγορία είναι η Ελλάδα; Ζητήσαμε από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο μια εξήγηση. Επιφυλάχθηκε να μας απαντήσει. Τελικά, απάντησε διά της σιωπής του.
Τα ερωτήματα, λοιπόν, είναι εύλογα: Με ποια κριτήρια, άραγε, διαμορφώνεται η ελληνική ευρωπαϊκή στρατηγική; Υπάρχουν κάποιοι εθνικοί λόγοι για τους οποίους η Ελλάδα εμφανίζεται παρακολούθημα του Βερολίνου; Κερδίζει κάτι η χώρα μας όταν δείχνει να έχει πάρει διαζύγιο από το Παρίσι, να ταυτίζεται με τον καγκελάριο Σολτς και να αποστασιοποιείται από τον ευρωπαϊκό Νότο, αντί να θέλει να πρωταγωνιστήσει σ’ αυτόν;
Πηγή: Καθημερινή