Ο «μεγάλος τρόμος» του κομμουνισμού

Ο «μεγάλος τρόμος» του κομμουνισμού

Δημήτρης Ραυτόπουλος

100 χρόνια από την «Οκτωβριανή Επανάσταση»

Ρωτάω σήμερα –πρώτο τον εαυτό μου– τι ήταν ο κομμουνισμός που πιστέψαμε, η γενιά μου, οι προηγούμενες και οι επόμενες, τα νιάτα, οι μορφωμένοι αστοί, η διανόηση και η εργατική τάξη, στον δημοκρατικό κόσμο.

Σήμερα ξέρουμε, αν θέλουμε να ξέρουμε.

Αλλά επί δεκαετίες ο κόσμος έμεινε σαστισμένος, δύσπιστος, παγιδευμένος στο δίλημμα: κομμουνισμός ή φασισμός, αντί να τοποθετηθεί στην επιλογή: δημοκρατία ή ολοκληρωτισμός. Κλείσαμε τα μάτια μπροστά στο πιο τυραννικό καθεστώς της Ιστορίας, που είχε αναγάγει τη βία και τον τρόμο σε πολιτική και μέθοδο κυριαρχίας· ταξικής κυριαρχίας της Νομενκλατούρας, των κομματικών ιδιοκτητών του κράτους με υποδουλωμένη, φιμωμένη, έντρομη κοινωνία.

Κατά το μεγαλύτερο μέρος, ο εθελοντισμός των διανοουμένων και η αίγλη του σοβιετικού κομμουνισμού στη λαϊκή φαντασία εξηγιόταν από την αποφασιστική συμμετοχή της Σοβιετικής Ένωσης στη Νίκη κατά του Χίτλερ. Το Στάλινγκραντ (και προηγούμενα η Μόσχα και το Λένινγκραντ) είχαν κρίνει σε μεγάλο βαθμό τον πόλεμο και δικαίως έγιναν σύμβολα της Αντίστασης, εμψύχωσαν και ενέπνευσαν.

Οι Σοβιετικοί μπήκαν στο Βερολίνο, αυτοί ελευθέρωσαν πολλά ναζιστικά στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Και μετά την Πολωνία, η Σοβιετική Ένωση είχε τις μεγαλύτερες απώλειες, 10% του πληθυσμού της, και πολλαπλάσιο αριθμό πεσόντων στις μάχες σε σύγκριση με τους δυτικούς συμμάχους όλους μαζί.

Εδώ όμως χώνει την ουρά της η ιδεολογία και η προπαγάνδα, το υπερόπλο του κομμουνισμού. Κατά το αριστερό στερεότυπο, κάθε νίκη του καλού επί του κακού, εις δυσμάς, είναι «νίκη των λαών», όχι του φιλελευθερισμού ή των ηγεσιών, ενώ προς ανατολάς είναι το αντίθετο, νίκη του σοσιαλισμού και των τιμονιέρηδων, με τους «ποταμούς αίματος» των λαών βεβαίως. Π.χ. την 28η Οκτωβρίου του ’40, το Όχι, δεν το είπε ο Μεταξάς, το βροντοφώναξε ο λαός. Οι νίκες στα δυτικά μέτωπα, το ίδιο: νίκες των λαών κι αυτές, όχι του Τσώρτσιλ ή του Ρούσβελτ. Στον Τρούμαν χρεώνονται η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, όχι η παράδοση της Ιαπωνίας. Ενώ το Στάλινγκραντ μπαίνει στην «αγαθή μερίδα» του Στάλιν (ούτε καν στον Ζούκοφ), ακόμα και από επικριτές του καθεστώτος και της τρομοκρατίας, όπως ο Βλαντιμίρ Βολκόφ.[1]

Έτσι σήμερα, ο Στάλιν ξαναγίνεται ο μέγας και ολομόναχος νικητής του αντιφασιστικού πολέμου, ο «οικοδόμος της πιο δίκαιης κοινωνίας στον κόσμο», κατά τα σχολικά εγχειρίδια στη Ρωσία του Πούτιν. 

Με την ίδια αριστερή διαλεκτική, η ήττα του κομμουνιστικού συστήματος, η κατάρρευση του 1989-91, χωρίς εξωτερική ή εσωτερική βία, χωρίς ν’ ανοίξει μύτη, δεν είναι ήττα στον ανταγωνισμό με την ελεύθερη οικονομία και τη δημοκρατία, αλλά διεθνής συνωμοσία, μυστήριο ή ελιγμός στρατηγικός για τον τελικό θρίαμβο.

Έρχομαι τώρα στην άρση του μεγάλου ψέματος (της «πιο δίκαιης κοινωνίας στον κόσμο») και στη σταδιακή αποκάλυψη της πιο αιματηρής τραγωδίας της ανθρωπότητας, υπό τον κομμουνισμό.

Μαρτυρίες υπήρχαν από την αρχή σχεδόν της δικτατορίας, μεταξύ άλλων το βιβλίο του Πωλ Μπρεμόν με τον τίτλο: Ο Θεσμός των στρατοπέδων συγκεντρώσεως στη Ρωσία, που βγήκε το 1930. Γιατί ο θεσμός αυτός ήταν άλλη μια πρωτιά σε σύγκριση με το ναζισμό, σχεδόν συνομήλικος του κομμουνιστικού συστήματος.

Αλλά ο μεγάλος Τρόμος του σταλινισμού ξεκίνησε από το 1934 και κορυφώθηκε στη διετία 1937-1938. Ήταν συνειδητή επιλογή του Στάλιν για να παραλύσει την ανερχόμενη οργή των πεινασμένων στις πόλεις και την αντίσταση των χωρικών στην κολεκτιβοποίηση. Μετά τη λενινική ΝΕΠ (Νέα Οικονομική Πολιτική) που διαδέχθηκε τον «πολεμικό κομμουνισμό» του εμφυλίου και είχε δώσει μια ανάσα στην οικονομία, το πρώτο πεντάχρονο πλάνο της κρατικοποίησης των πάντων (1928-1932) είχε αποτύχει οικτρά, είχε φέρει πληθωρισμό, έλλειψη τροφίμων και άλλων αγαθών και πείνα, ενώ η βίαια κολεκτιβοποίηση στην αγροτική παραγωγή συναντούσε ενεργή και παθητική αντίσταση.

Ο Στάλιν επέλεξε ως λύση τον τρόμο.

Κάθε μέρα, επί δεκαπέντε μήνες, γίνονταν 1.600 εκτελέσεις «εχθρών της σοβιετικής εξουσίας». Αποφασίζονταν με συνοπτική διαδικασία από μια «τρόικα» (αντιπρόσωποι της αστυνομίας, της NKVD και του κόμματος. Η υπογραφή του σ. Νικήτα Χρουστσόφ βρέθηκε σε πολλές καταδικαστικές αποφάσεις). Ο εκ προοιμίου ένοχος άκουγε όρθιος το κατηγορητήριο και ήταν ελεύθερος να ομολογήσει ένοχος, αλλά την απόφαση δεν την μάθαινε παρά μόνο τη στιγμή της εκτέλεσης ή του μπαρκαρίσματος για το Γκουλάγκ. Αθωωτική απόφαση αποκλειόταν.

Μια  ματιά στην κατάψυξη των «ψυχρών ντοκουμέντων», που λένε. Η επιχείρηση «Κουλάκος», όπως ονομάστηκε, εξαπολύθηκε με τη διαταγή 00447 της NKVD (Κρατική Ασφάλεια. Αρχικά ονομάστηκε Τσεκά, μετά, κατά σειρά, Γκεπεού, NKVD, KGB). 

Συνολικά εκτελέσθηκαν 750.000 άνθρωποι και ένας ελαφρώς μικρότερος αριθμός «εχθρών» εξορίστηκαν για αργή εξόντωση στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως του πολικού κύκλου. Οι εκτελέσεις γίνονταν σε ειδικά κελιά («σπετσκάμερες») ή μπροστά σε ανοιχτές τάφρους. Καθώς τέτοιοι κοινοί τάφοι δεν ήταν εύκολο να γίνουν παντού, 500 τόνοι πτωμάτων αποτεφρώθηκαν στο νεκροταφείο της πρώην Μονής Ντονσκόι. Κατά περίπτωση, οι δήμιοι έκαναν και οικονομία στις σφαίρες. Στη Μόσχα δοκιμάστηκε η εκτέλεση με αέρια από τις εξατμίσεις, διοχετευόμενα στην κλειστή κλούβα οχημάτων. Αναφέρονται και θανατώσεις με λιθοβολισμό ή με τσεκούρια.

Στη διάλεκτο των δημίων, οι εκτελέσεις λέγονταν «γάμοι» και, όπως στους γάμους, αυτοί μπορούσαν να πιουν βότκα κατά βούλησιν, αφού προηγούμενα μοιράζονταν μεταξύ τους τα χρήματα, ρολόγια, κοσμήματα, μπότες ή γούνες των νεκρών. Άνοιξαν και ειδικά μαγαζιά όπου πουλιόταν το προϊόν του πλιάτσικου.

Πώς γινόταν η επιλογή των «εχθρών του λαού»;

Γραφειοκρατικώς. Ο Στάλιν με προμηθευτή πληροφοριών τον Γιεσώφ, αρχηγό της NKVD (που αργότερα τον εκτέλεσε κι αυτόν), με έναν κατάλογο περιοχών στο γραφείο του απάνω, έγραφε έναν αριθμό σε κάθε περιοχή. Η αστυνομία αναλάμβανε να βάλει τα ονόματα. Πώς; Με βάση φακέλους, αναφορές χαφιέδων, καταγγελίες καταδοτών, εθελοντών ή εκβιασμένων· αυτοί οι τελευταίοι, οι περισσότεροι, ήταν έντρομοι άνθρωποι που υποχρεώνονταν να ονομάσουν ένα συνάδελφο, γείτονα, συγκάτοικο, συμπότη, ότι είπε έστω και μια λέξη δυσαρέσκειας για την κατάσταση, γιατί διαφορετικά θα ήταν οι ίδιοι ένοχοι συγκάλυψης. 

Στη συνέχεια, το «Μαύρο κοράκι» της αστυνομίας –κλειστή μαύρη κλούβα– μάζευε τα θύματα από τα κρεβάτια τους πριν ξημερώσει. Στις οικογένειες των εκτελεσμένων ανακοίνωναν ότι ο άνθρωπός τους «καταδικάσθηκε σε 10ετή εγκλεισμό σε στρατόπεδο αναμορφώσεως διά της εργασίας, χωρίς δικαίωμα αλληλογραφίας». 

Όπως η Διαταγή 00447, μια σειρά άλλες παρόμοιες εξαπέλυσαν τις επιχειρήσεις εξόντωσης κατά εθνικότητες, με πρώτη εναντίον των Γερμανών. Δεύτερη, αλλά φονικότερη, εναντίον των Πολωνών: 140.000 συλληφθέντες, 110.000 εκτελεσθέντες. Σ’ αυτές προστέθηκαν αργότερα 21.857 τουφεκισμοί στο Κατύν και 381.000 των περιοχών που προσάρτησε η Σοβιετική Ένωση, πολλές χιλιάδες προστέθηκαν και στον πληθυσμό των στρατοπέδων εργασίας. Άλλες δέκα τέτοιες επιχειρήσεις έγιναν μέχρι το 1940. Η προτελευταία εναντίον Λετονών, Εσθονών, Φινλανδών, Ρουμάνων και Ελλήνων απέφερε υπέρ του κομμουνισμού 368.513 συλλήψεις – 268.000 εκτελέσεις.

Πρέπει όμως να γίνεται δικαιοσύνη προς κάθε πλευρά, ακόμα και προς το τέρας. Ο τρόμος δεν ήταν εφεύρεση του Στάλιν. Αυτός απλώς τον αποθέωσε, τον έφερε στην τελειότητα. Μεγάλος εισηγητής του στην ιστορία της Πολιτικής και Κοινωνιολογίας είναι ο Βλαδίμηρος Ίλιτς Λένιν, ο οποίος εισηγήθηκε τον διαρκή εμφύλιο και το «προληπτικό χτύπημα» για την εξόντωση του «εσωτερικού εχθρού», της «5ης φάλαγγας των σαμποτέρ και κατασκόπων». Διέπρεψε στη ρητορική του μίσους, της καχυποψίας, ιδιαίτερα κατά διανοούμενων, επιστημόνων, οικονομολόγων κ.λπ. και για τις παραινέσεις του: «Κρεμάστε τους ψηλά! Λεηλατήστε, κάψτε, εξοντώστε, φιμώστε τους…». Πρότεινε την καθυπόταξη των απείθαρχων μαζών και με ειρηνικά μέσα: τις αγγαρείες, το δελτίο ψωμιού, την απέλαση, την προπαγάνδα του ψεύδους.

Λένιν και Τρότσκυ, ιδίως ο δεύτερος, έπνιξαν στο αίμα την εξέγερση στην Κρονστάνδη (1921) και τους αναρχικούς της Ουκρανίας (1922), που είχαν ηρωικά πολεμήσει κατά των Λευκών στον εμφύλιο.

Ακολουθούν, ως θεωρητικοί του τρόμου, οι Μπουχάριν, Ζηνόβιεφ, Κάμενεφ, πριν εξοντωθούν από το συνεργάτη τους Στάλιν, που τους χρησιμοποίησε τον ένα κατά του άλλου. Ο Ζηνόβιεφ διακήρυσσε ότι «οι κομμουνιστές δεν πρέπει να παραιτηθούν από την Τρομοκρατία. Είμαστε τρομοκράτες πριν από την επανάσταση και θα μείνουμε τέτοιοι πάντα»!

Του το επιβεβαίωσε ο Σουγκατζβίλι με μία σφαίρα στο σβέρκο.

Μετά τη σοβιετική κατάρρευση (1991), πολλά Αρχεία στη Ρωσία είναι, με νόμο, εν μέρει ανοιχτά στους ερευνητές, όχι όμως όλα. Δύσκολη είναι η πρόσβαση στα Αρχεία της Σύγχρονης Ιστορίας της Ρωσίας και αδύνατη για τα ντοκουμέντα του κόμματος (ΚΚΣΕ) στα Προεδρικά Αρχεία με διάφορα προσχήματα (π.χ. ότι τα χρειάζεται ο Πούτιν ανά πάσα στιγμή), αδύνατη επίσης στα αρχεία εξωτερικής πολιτικής και κρατικής Ασφάλειας. Πάντως, από τα κρατικά και ιδιωτικά αρχεία και βεβαιωμένες μαρτυρίες, πλήθος ντοκουμέντων και στοιχείων έχουν συγκεντρωθεί σε πολλά έργα, όπως Ο Μεγάλος Τρόμος στην ΕΣΣΔ του Πολωνού Τόμας Κίζνυ, Η Μαύρη Βίβλος του κομμουνισμού των Στεφάν Κουρτουά, Ν. Βερτ και άλλων τεσσάρων ερευνητών, Μία Παγκόσμια ιστορία του κομμουνισμού (τρίτομο) του Τιερύ Βολτόν, Ο μεθύστακας και η ανθοπώλις του Ν. Βερτ, Ο νεκραναστημένος λόγος του Βιτάλι Τσενταλίνσκι. Σ’ αυτό το τελευταίο έχουν συγκεντρωθεί πολλά ντοκουμέντα από τα «λογοτεχνικά αρχεία της KGB» (ο υπότιτλος του βιβλίου), πρακτικά ανακρίσεων με βασανιστήρια, επιστολές των θυμάτων κ.λπ. από το άντρον της Λουμπιάνκα –έδρα της KGB– και τις εκτελέσεις συγγραφέων και καλλιτεχνών. 

Στο τελευταίο βιβλίο του Νικολά Βερτ με τον τίτλο Οι Ρωσικές Επαναστάσεις που κυκλοφόρησε εφέτος στη σειρά Que sais-je? (P.U.F.) διαβάζω: «Η επανάσταση του Οκτωβρίου 1917 ανταποκρινόταν σε μια μόνιμη προσδοκία, από τον καιρό της Γαλλικής επανάστασης: την έλευση μιας κοινωνίας πιο δίκαιης, με περισσότερη ισότητα, ενεργούς πολίτες και ειρήνη. Χρειάστηκε να φθάσουμε στα τέλη του 20ού αιώνα, για να διαλυθεί η αυταπάτη, να εξαφανισθεί ο μύθος, έτσι ώστε οι αιώνιες προσδοκίες του ανθρώπου για περισσότερη δικαιοσύνη, δικαιώματα και ελευθερία να ξαναβρούν τους δρόμους που είχε ανοίξει ο αιώνας των Φώτων».

Η εκατοστή επέτειος του ’17 φαίνεται έτσι μια στάση για να ξαναερμηνέψουμε τον κόσμο, αντιστρέφοντας τη διάσημη μαρξική προφητεία· να τον ερμηνέψουμε, μελετώντας τον βαθμό μηδέν του ανθρώπου και της ιστορίας του: τον ολοκληρωτισμό.

Χρειάζεται η λήθη; Ναι. Αλλά η λήθη προϋποθέτει τη μνήμη. Η εταιρεία Memorial στη Μόσχα συγκεντρώνει εκατοντάδες χιλιάδες  έγγραφα, μαρτυρίες, αφηγήσεις θυμάτων και συγγενών, σαμιζντάτ, οπτικοακουστικό υλικό από τον μεγάλο Τρόμο και έργα λογοτεχνίας.

Από αυτά τα τελευταία παίρνω λίγες λέξεις του Βασίλι Γκρόσμαν στο έργο Ζωή και Πεπρωμένο: «Κάθε μέρα, κάθε ώρα, χρόνο με το χρόνο, έπρεπε να παλεύεις για το δικαίωμα του να είσαι άνθρωπος […] Και τη μοιραία ώρα, δεν έπρεπε να τρέμεις, αν ήθελες να μείνεις άνθρωπος».



[1] Vladimir Volkoff. La Trinité du mal, ou Réquisitoire pour servir au procès posthume de Lénine, Trotsky, Staline, Éditions de Fallois, 1991.



Πηγή: Athens Voice

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *