Δημήτρης Αθηνάκης
Οταν απάντησε στην πρώτη μου ερώτηση με διαδοχικές ερωτήσεις, σκέφθηκα ότι μία συζήτηση με έναν χαρισματικό νεοελληνιστή του εξωτερικού θα έχει και αυτήν την πλευρά: των ερωτήσεων που θέτει ένας φιλόλογος πρωτίστως στα κείμενα και δευτερευόντως στα συγκείμενα. Η κουβέντα με τον Δημήτρη Τζιόβα, καθηγητή Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, ήταν χτισμένη πάνω σε δύο αφορμές: την έκδοση του τόμου «Greece in Crisis: Cultural Politics of Austerity», από τις εκδόσεις I.B. Tauris, στα τέλη Ιουλίου 2017, με την επιμέλεια του Δημήτρη Τζιόβα, και της μονογραφίας του, «Η Πολιτισμική ποιητική της ελληνικής πεζογραφίας. Από την ερμηνεία στην ηθική», που μόλις κυκλοφόρησε από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Αλλά και σε μία αιτία: τη χαρά να συνομιλείς με έναν ακαδημαϊκό που προσπαθεί, χρόνια τώρα, να προχωρεί στην όλο και πιο επώδυνη ανατομία της ταυτότητας του Νεοέλληνα.
Αναρωτήθηκα εάν αυτή η ταυτότητα συνεπάγεται κοινές εμπειρίες και, συνεκδοχικά, κοινά κίνητρα για τους Νεοέλληνες. «Η πολιτισμική ιστορία του ελληνικού κράτους μπορεί να συνοψιστεί ως πορεία από την ομοιογενοποίηση προς τη διαφορετικότητα», αποκρίνεται ο Δημήτρης Τζιόβας. «Από την ανεξαρτησία και μετά κυριαρχούσε στην Ελλάδα η προσπάθεια πολιτισμικής ομοιογενοποίησης και ο κρατικός κεντρομολισμός. Η ροπή ήταν από τα πάνω προς τα κάτω, ενώ τα τελευταία χρόνια αυτή η ροπή έχει αντιστραφεί, καθώς προβάλλεται η ετερότητα και η διαφορετικότητα, οι συγγραφείς δεν γράφουν πια για ένα εθνικό κοινό, αλλά για κοινότητες αναγνωστών. Ετσι και η λέξη “κοινό” αποκτά πλέον πληθυντικό, κάτι ασυνήθιστο πιο πριν».
Σε μία σημείωσή μου από τον αγγλόφωνο τόμο, υπάρχει η εξής φράση: «Η κρίση όχι μόνο διαταράσσει τη χρονικότητα, αλλά κάνει ταυτόχρονα τους ανθρώπους να σκέφτονται “ιστορικά”». «Είδαμε να συζητείται η κρίση με αναφορές στην αρχαιότητα (π.χ. σεισάχθεια), την Τουρκοκρατία και τον Αγώνα Ανεξαρτησίας (Κούγκι, Ναυαρίνο) ή την πείνα της Kατοχής και με αυτόν τον τρόπο το παρόν προσλαμβάνεται με βάση το παρελθόν και το παρελθόν μέσα από το πρίσμα του παρόντος. Τελικά, η κρίση μπορεί να ιδωθεί με όρους “τραύματος” και, όπως κάθε τραύμα, ανακαλεί συσχετισμούς με άλλα τραύματα και επομένως με άλλες χρονικές περιόδους», εξηγεί ο Δημήτρης Τζιόβας.
Ο πολιτισμός, το βιβλίο και ο «τουρισμός της κρίσης»
«Την περίοδο 1990-2008 υπήρξαν αρκετοί πόροι για τη στήριξη και την προώθηση του ελληνικού πολιτισμού (και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό). Απλώς αυτοί σπαταλήθηκαν σε έργα βιτρίνας και όχι υποδομής, ώστε να δημιουργηθούν οι αντοχές για τη σημερινή πολιτισμική λιτότητα. Για παράδειγμα, για τις νεοελληνικές σπουδές στο εξωτερικό και την προώθηση του ελληνικού βιβλίου οργανώθηκαν δαπανηρά συνέδρια, σπαταλήθηκαν γενναίες επιχορηγήσεις, υπηρετώντας όμως βραχυπρόθεσμες και εντυπωσιοθηρικές σκοπιμότητες παρά μακροπρόθεσμους και ανταποδοτικούς σχεδιασμούς», συνεχίζει ο Δημήτρης Τζιόβας.
Αυτό, βέβαια, που αναφέρει εξακολουθεί να βλάπτει το βιβλίο με την πλήρη απουσία αξιοπρεπούς πολιτικής –πέραν των νεκραναστάσεων– σήμερα, ενώ ταυτόχρονα ενθαρρύνει και τις φωνές που απαξιώνουν εν μέσω κρίσης τον πολιτισμό, εξορίζοντάς τον στα ξερονήσια με τις «πολυτέλειες». Σε αυτήν την παρατήρηση, ο Δημήτρης Τζιόβας θέτει επιπλέον στοιχεία στη συζήτηση, υπό μορφήν ερωτημάτων: «Το ζήτημα είναι αν θα δούμε τον πολιτισμό με βάση στατιστικά δεδομένα και τη διαθέσιμη χρηματοδότηση ή με βάση τη δημιουργική ενέργεια που εκλύεται σε περιόδους κρίσης και την αναζήτηση νέων τρόπων έκφρασης λόγω ακριβώς της οικονομικής στενότητας. Είναι εντέλει ο πολιτισμός πολυτέλεια ή μια μορφή ψυχολογικής στήριξης των ανθρώπων και επένδυσης στο μέλλον; Ευνοούνται κάποιες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης σε σχέση με άλλες που απαιτούν υψηλή χρηματοδότηση; Επιβάλλονται οι ιδιωτικές πηγές χρηματοδότησης όταν υποχωρούν οι δημόσιες; Η πολιτισμική λιτότητα συμβάλλει στην πολιτισμική εξωστρέφεια;» αναρωτιέται, δίνοντας ίσως έναν τόνο ρητορικότητας στα ερωτήματά του. Τέτοιας φύσης ζητήματα «σκαλίζει» ο τόμος «Greece in Crisis: Cultural Politics of Austerity». «Παρότι για την κρίση έχουν γραφτεί αμέτρητα βιβλία και άρθρα που επικεντρώνονται στις οικονομικές και πολιτικές πτυχές της, βασικός στόχος του τόμου ήταν να αναδειχθούν οι πολιτισμικές της επιπτώσεις. Δεν μπορώ να πω ότι υπάρχει ένας κοινός άξονας, γιατί ο καθένας εστιάζει σε διαφορετικούς τομείς, ώστε ο τόμος να διαθέτει πολυπρισματικότητα και να καλύπτει γενικότερα και ειδικότερα ζητήματα», υπογραμμίζει στην «Κ» ο καθηγητής.
Πράγματι, παρά τον διαχωρισμό του θεωρητικού υλικού σε πέντε μεγάλες ενότητες (Αφηγήματα της Κρίσης & Πολιτισμική Πολιτική, Η διαρροή εγκεφάλων της κρίσης & η Διασπορά, Πολιτιστικές Οικονομίες & Ιδρύματα, Τέχνη του δρόμου & Νοσταλγία, Λογοτεχνία & Οι γλωσσολογικές προσεγγίσεις της κρίσης), τα δοκίμια των 14 πανεπιστημιακών-θεωρητικών και καλλιτεχνών του τόμου καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα της πολιτισμικής διάστασης της οικονομικής λιτότητας. Για παράδειγμα, η Ανδρομάχη Γκαζή, από το Πάντειο, υπογράφει ένα δοκίμιο για την πολιτική των μουσείων την περίοδο της κρίσης, ενώ ο ίδιος ο Δημήτρης Τζιόβας υπογράφει ένα δοκίμιο για τα αφηγήματα της ελληνικής κρίσης και την πολιτική του παρελθόντος, την ώρα που η εθνολόγος Τζούλια Τάλκε γράφει και παρουσιάζει τις «Οπτικές συναντήσεις με την κρίση και τη λιτότητα: Στοχασμοί στην πολιτιστική πολιτική της τέχνης του δρόμου στη σύγχρονη Αθήνα».
Αυτό που μου τριβέλιζε το μυαλό, καθώς κατέγραφα τις απαντήσεις του Δημήτρη Τζιόβα, ήταν εάν οι αναλύσεις των «απέξω», του ιδίου συμπεριλαμβανομένου, περιγράφουν, εντέλει, μια πιο δραματική Ελλάδα απ’ όσο είναι στην πραγματικότητα. «Για καμία άλλη περίοδο δεν γράφτηκαν τόσο πολλά μέσα σε τόσο μικρό διάστημα. Ακόμη και οι ανθρωπολόγοι, που είχαν εγκαταλείψει την Ελλάδα ως πεδίο μελέτης, επανήλθαν με αρκετές μελέτες και αφιερώματα περιοδικών στην Ελλάδα της κρίσης. Τον τελευταίο καιρό, ωστόσο, παρατηρώ ότι αναπτύσσεται στην Ελλάδα κάποια δυσφορία σχετικά με το πώς βλέπουν οι “εκτός” την κρίση. Ολες οι καλλιτεχνικές εκφράσεις φαίνεται να ανάγονται εκεί και η κρίση να συνιστά ένα είδος ιθαγενούς θεάματος πρόσφορου για “τουρισμό της κρίσης”. Η μονότροπη θεώρηση της Ελλάδας αποκλειστικά μέσα από το πρίσμα της κρίσης μπορεί να οδηγήσει σε απλουστευτικές αναγωγές και μονοδιάστατες ερμηνείες».
Dimitris Tziovas (επιμ.), «Greece in Crisis: Cultural Politics of Austerity», I.B. Tauris, Λονδίνο – Νέα Υόρκη 2017.
Δημήτρης Τζιόβας, «Η Πολιτισμική ποιητική της ελληνικής πεζογραφίας. Από την ερμηνεία στην ηθική», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2017.
Είπε…
Για την Ελλάδα: «Μια χώρα που πολλοί την αγαπούν, αλλά λίγοι την εμπιστεύονται».
Για τον Νεοέλληνα: «Δέσμιος του παρελθόντος και του απώτερου και του πιο πρόσφατου».
Για τη σύγχρονη λογοτεχνία: «Νομίζω ότι την ελληνική λογοτεχνία τα τελευταία τριάντα χρόνια δεν την ωφέλησε ο εκδοτικός πληθωρισμός. Υπήρξε μια υπερπαραγωγή λογοτεχνικών κειμένων χωρίς κριτήρια και μηχανισμούς αυτοελέγχου. Ενώ σε άλλες χώρες το vanity publication έχει ουσιαστικά τελειώσει, στην Ελλάδα η αυτοχρηματοδότηση των εκδόσεων ακόμη ανθεί. Το ζήτημα πια δεν είναι ποιος γράφει, αλλά ποιος διαβάζει. Το γράφω πρέπει να γίνει μεταβατικό και όχι αμετάβατο ρήμα γιατί η λογοτεχνία δεν είναι μέσο προσωπικής εκτόνωσης. Σήμερα παρατηρείται κάποια ύφεση στην παραγωγή μυθιστορημάτων και μια διστακτική επιστροφή στην ποίηση και το διήγημα».
Για τους κανόνες: «Ενώ στον δυτικό κανόνα οι εκτιμήσεις των ειδικών και του κοινού τείνουν να συμπίπτουν, ο ελληνικός κανόνας είναι περισσότερο δημιούργημα των ειδικών και ελάχιστα του αναγνωστικού κοινού».
Πηγή: Καθημερινή