Γιάννης Πρετεντέρης
Για να προκύψει σε μια δημοκρατία η «πολιτική αλλαγή» στην οποία προσβλέπει η αντιπολίτευση υπάρχουν τρεις προϋποθέσεις.
Πρώτον, να γίνουν εκλογές. Αυτό είναι θέμα χρόνου. Ούτως ή άλλως, από τον Σεπτέμβριο η χώρα εισέρχεται σε οιονεί προεκλογική περίοδο.
Δεύτερον, να ηττηθεί στις εκλογές η κυβερνητική συμπαράταξη. Αυτό είναι θέμα των ψηφοφόρων.
Τρίτον, να αποδεχθούν οι ηττημένοι την ήττα τους και να παραδώσουν ομαλά την εξουσία. Αυτό έως τώρα ήταν αυτονόητο. Θα δούμε αν συνεχίζει να είναι.
Προφανώς οι κρινόμενοι θα προσπαθήσουν να απομακρύνουν το πρώτο και να αποφύγουν το δεύτερο. Θεμιτό. Ως προς το τρίτο χωρούν μόνο υποθέσεις.
Αφενός επειδή είναι η πρώτη φορά που στην Ελλάδα κυβερνά η Αριστερά. Συνεπώς δεν έχουμε προηγούμενο αποχώρησής της από την εξουσία για να σταθμίσουμε.
Αφετέρου επειδή η Αριστερά παγκοσμίως και ιστορικά δεν συνηθίζει να παραδίδει εύκολα την εξουσία, ακόμη κι όταν χάνει – για την ακρίβεια σπανίως την παραδίδει…
Το 1945, ας πούμε, ο ηττημένος ΕΛΑΣ έφυγε από την Αθήνα με καμία δεκαριά χιλιάδες ομήρους τους οποίους εξόντωναν λίγους-λίγους στην πορεία.
Ασφαλώς το 2017 ή το 2018 δεν είναι 1945.
Η Ελλάδα ανήκει σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ενωση – παρ’ όλο που η Ενωση έχει τη συνήθεια να συνομιλεί με κυβερνήσεις και να αφήνει τους ούγγρους ή τους πολωνούς πολίτες στη μοίρα τους.
Εχουμε στοιχεία για να προδικάσουμε τη στάση της σημερινής κυβέρνησης;
Πραγματικά στοιχεία, όχι. Και είναι προφανές ότι δύσκολα μπορείς να αμφισβητήσεις το δημοκρατικό φρόνημα μιας παράταξης χωρίς συγκεκριμένες αποδείξεις.
Οι πολιτικές εκτροπές όμως έχουν κάτι κοινό με τις υποτιμήσεις του νομίσματος: δεν προαναγγέλλονται.
Ως εκ τούτου, οι επιφυλάξεις είναι επιβεβλημένες, ακόμη κι αν διαψευστούν – όπως πρέπει να ελπίζει κάθε λογικός άνθρωπος…
Ιδίως όταν η σημερινή κυβερνητική παράταξη έχει δώσει αμφιλεγόμενα δείγματα γραφής και στην αντιπολίτευση και στην κυβέρνηση.
Στην αντιπολίτευση με μια έλλειψη ενδοιασμών και μια ρητορική εχθροπάθειας που συνδυάστηκαν με την εκφοβιστική επιθετικότητα πολλών «κινηματικών» εκδηλώσεων.
Σε καμία περίπτωση δεν αισθανόσουν ότι είχες να κάνεις με πρακτικές υψηλής δημοκρατικής παιδείας και ευγενούς πολιτικού πολιτισμού.
Στην κυβέρνηση με την απροκάλυπτη προσπάθεια να ελέγξει ζωτικούς χώρους της δημοκρατίας, όπως η Δικαιοσύνη και ο Τύπος, με το γνωστό, παλιό πρόσχημα ότι είναι αναγκασμένη να το κάνει επειδή τους ελέγχουν οι «άλλοι».
Είναι ένα πρόσχημα που επινοήθηκε πρώτα από τον Μουσολίνι τη δεκαετία του ’20 στην Ιταλία και χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον μετά τον πόλεμο για να επιβληθεί η σοβιετική κυριαρχία στην Ανατολική Ευρώπη.
Το ίδιο ακριβώς μοντέλο. Με τους ίδιους ακριβώς στόχους: Δικαιοσύνη και Τύπος.
Η βασική άποψη είναι ότι μια χώρα παραδίδεται ευκολότερα στον έλεγχο όταν αποδυναμωθούν οι ελίτ της. Και η αποδυνάμωση αυτή διεκπεραιώνεται ευκολότερα με τη μορφή αγώνα απελευθέρωσης από την ηγεμονία τους.
Φυσικά δεν φτάσαμε ακόμη εκεί, παρ’ όλο που η λογική διατηρείται αυτούσια.
Αρκεί να διαβάσει κανείς το τελευταίο βιβλίο του Βαρουφάκη για να φρίξει. Οι προετοιμασίες του ΣΥΡΙΖΑ για τη διακυβέρνηση και οι πρώτοι μήνες της διακυβέρνησης αυτής περιγράφονται περίπου με όρους συμμορίας και όχι πολιτικού κόμματος.
(Θέλω να ελπίζω ότι το Μέγαρο Μαξίμου θα διαψεύσει τις αδιανόητες περιγραφές – αν και δεν βλέπω τέτοια διάθεση…)
Η ουσιαστική διαφορά είναι ότι στην Ελλάδα του ΣΥΡΙΖΑ (και έως τώρα, τουλάχιστον…) όλες οι προσπάθειες ελέγχου απέτυχαν ή έστω είχαν περιορισμένη επιτυχία.
Η ανικανότητα είναι μια εξήγηση. Οι αντιστάσεις των ελίτ (όχι όλων, βεβαίως…) μια άλλη.
Το βέβαιο είναι ότι η κυβέρνηση σήμερα δεν φαίνεται να διαθέτει τους μηχανισμούς που θα της επέτρεπαν να καταφύγει απρόσκοπτα σε μια πολιτική εκτροπή.
Αυτά φυσικά λέει το ευχέλαιο. Αλλά καλού-κακού τίποτε δεν μας εμποδίζει να πάρουμε και καμιά γάτα.
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ