Του Νικου Μαραντζιδη*
Ο νομπελίστας οικονομολόγος Μίλτον Φρίντμαν έλεγε πως υπάρχουν τέσσερις τρόποι να ξοδέψεις λεφτά. Κατ’ αρχήν μπορείς να ξοδέψεις τα δικά σου λεφτά για λογαριασμό σου. Συνήθως αγοράζεις το καλύτερο δυνατόν προϊόν στη συμφερότερη τιμή, προκειμένου να δώσεις αξία στα χρήματά σου. Ο δεύτερος τρόπος είναι να ξοδέψεις τα λεφτά σου για κάποιον άλλον. Τότε προσέχεις περισσότερο την τιμή και δευτερευόντως το περιεχόμενο. Ο τρίτος τρόπος είναι να ξοδέψεις προς όφελός σου τα χρήματα κάποιου άλλου. Σε αυτήν την περίπτωση είσαι σίγουρος πως μπορείς να απολαύσεις ένα ωραίο γεύμα σε ακριβό εστιατόριο του γούστου σου. Τέλος, μπορεί να ξοδέψεις τα λεφτά κάποιου άλλου για κάτι που δεν σε αφορά καθόλου. Τότε δεν σε ενδιαφέρει ούτε το κόστος ούτε πού ακριβώς ξοδεύεις τα λεφτά και αν αυτά πιάνουν τόπο. Αυτό ονομάζεται δημόσιες δαπάνες και δυστυχώς για όσους από εμάς πληρώνουμε φόρους αποτελούν ένα πολύ μεγάλο μέρος του εθνικού εισοδήματος!
Ακριβής απόδειξη της αξίας των παραπάνω σκέψεων είναι η ιστορία της επέκτασης των ΑΕΙ και των ΤΕΙ από τη μια άκρη της Ελλάδας έως την άλλη. Στο όνομα της δημόσιας εκπαίδευσης και thw ανάπτυξης, ξοδεύτηκαν και συνεχίζουν να ξοδεύονται υπερπολύτιμοι πόροι των φορολογουμένων σε κακής ποιότητας, αρκετές φορές, σπουδές με μηδαμινές επαγγελματικές προοπτικές για τους αποφοίτους, μόνο και μόνο επειδή κανείς δεν ενδιαφέρεται στα σοβαρά πώς αξιοποιούνται τα χρήματα των φορολογουμένων, αλλά και επειδή οι ίδιοι οι φορολογούμενοι αδυνατούν ουσιαστικά να ελέγξουν πού πηγαίνουν τα λεφτά τους.
Ολα αυτά τα χρόνια, λοιπόν, αναπτύχθηκε μια εξωφρενική σε μέγεθος, αλλά χαμηλής ποιότητας, τριτοβάθμια και μεταλυκειακή εκπαίδευση (ΑΕΙ, ΤΕΙ, ΙΕΚ), που εξαπλώθηκε σε κάθε γωνιά της Ελλάδας προκειμένου, υποτίθεται, οι εκάστοτε υπουργοί Παιδείας να παρουσιάσουν έργο που θα συνέβαλλε στην αναβάθμιση του εκπαιδευτικού και ερευνητικού χάρτη της χώρας μας. Αέρας κοπανιστός! Στην πραγματικότητα, η όλη επιχείρηση ίδρυσης και κατανομής των ΑΕΙ και των ΤΕΙ ανά την Ελλάδα αποδείχτηκε ένα τεράστιο αλισβερίσι μεταξύ της εκτελεστικής εξουσίας και των τοπικών ή και των εκπαιδευτικών παραγόντων, στo πλαίσιo ικανοποίησης προσωπικών φιλοδοξιών, τοπικών συμφερόντων και φαντασιώσεων με θύμα, βεβαίως, τα λεφτά των φορολογουμένων.
Ετσι, ή περίπου έτσι, φαίνεται πως διαμορφώνεται και το πλαίσιο διαπραγμάτευσης του σχεδίου «Αθηνά». Παρά τις όποιες μεταρρυθμιστικές διαθέσεις από την πλευρά της pολιτείας, οι φήμες δίνουν και παίρνουν για το ποιοι, πώς και με τι κριτήρια πιέζουν. Φήμες και κουτσομπολιά, θα πείτε· μπορεί! Η ουσία όμως παραμένει. Αντί να κλείνουν πραγματικά οι σχολές που δεν χρειάζονται, απλώς «μεταφέρονται» και στοιβάζονται όπως-όπως φοιτητές και διδακτικό προσωπικό κάπου αλλού, σε άλλο τμήμα, σε άλλη πόλη, ώστε ο φορολογούμενος να βλέπει τα λεφτά του να μετακινούνται από πόλη σε πόλη και από το ένα τμήμα στο άλλο, αλλά σε καμιά περίπτωση να μη μένουν στην τσέπη του. Είναι φανερό πως στα θέματα της εκπαίδευσης, για άλλη μια φορά, η πρακτική πολιτική ξαναδείχνει τις χρόνιες παθογένειές της: εμπειρισμό και κομφορμισμό, προχειρότητα, προσωπικά πελατειακά δίκτυα και υποταγή στις ασφυκτικές πιέσεις των ομάδων συμφερόντων.
Πιο εξωφρενικό, ακόμη, είναι το γεγονός πως τα διάσπαρτα ανά την Ελλάδα ΑΕΙ και ΤΕΙ συμβάλλουν σε μια ανακατανομή πλούτου που ενισχύει τις κοινωνικές ανισότητες αντί να τις αμβλύνει, καθώς προωθούν τη μεταφορά πόρων από τους λιγότερο προνομιούχους στους πιο εύπορους. Γιατί, για να γίνω πιο συγκεκριμένος, δεν είναι παρά οι φτωχές ή μικρομεσαίες οικογένειες που λόγω αδυναμίας εξεύρεσης άλλης ποιοτικότερης λύσης «υποχρεώνονται» να στείλουν τα παιδιά τους σε χαμηλής στάθμης σπουδές στην επαρχία και με αντάλλαγμα ένα κρατικό πτυχίο χρηματοδοτούν από το υστέρημά τους τα εισοδήματα των ιδιοκτητών ακινήτων, τα κέρδη των επιχειρηματιών της εστίασης και διασκέδασης και τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων και των καθηγητών ΑΕΙ και ΤΕΙ. Παλιότερα το κρατικό αυτό πτυχίο έδινε μια «σπουδαία» ευκαιρία: το Δημόσιο! Σήμερα όμως, που χρεοκόπησε και αυτή η επιλογή, βλέπουμε εκρηκτικά ποσοστά ανεργίας ή υποαπασχόλησης, αποφοίτους χωρίς ουσιαστικές γνώσεις και δεξιότητες. Η κακή εκπαίδευση είναι η χειρότερη μορφή ανισότητας, γιατί οι φτωχότεροι πληρώνουν για κάτι που τα οφέλη του θα τα καρπωθούν οι ευπορότεροι.
Το 1983 η Μάργκαρετ Θάτσερ τόνιζε πως δεν πρέπει να ξεχνάμε αυτήν τη θεμελιώδη αλήθεια: το κράτος δεν έχει άλλα χρήματα εκτός από τα χρήματα που οι ίδιοι οι φορολογούμενοι κερδίζουν με τον κόπο τους. Ας δείξει, λοιπόν, η κυβέρνηση λίγο περισσότερο σεβασμό σε αυτούς τους φορολογουμένους, που σε τελική ανάλυση αξίζει να ανταμειφθούν για τις θυσίες που κάνουν.
* Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα και στο Πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας.
Πηγή: Καθημερινή