Του Στέφανου Κασιμάτη
Παρακολουθώντας τον ορυμαγδό που ξεσηκώθηκε για τον λάθος πολλαπλασιαστή, συνειδητοποίησα ξαφνικά ότι κακώς γκρινιάζουμε για την αξιοθρήνητη καθυστέρηση της Ευρώπης στη λήψη αποφάσεων. Ακούγεται ως παράδοξο, αλλά χάρη σε αυτήν ακριβώς τη διοικητική δυσκαμψία της επιβιώνουμε ακόμη μέσα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και ας της χρεώνουμε τις αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στη στήριξη της χώρας. Ουαί και αλίμονο για την Ελλάδα αν ήταν δυνατόν η Ευρωπαϊκή Ενωση να αποκτούσε ξαφνικά αυτά που της λείπουν: κοινό ευρωπαϊκό όραμα, ηγεσία και διοικητικό σφρίγος. Δεν θα μας έσωζε τίποτε…
Βρήκαμε τώρα, με το ομολογημένο λάθος του πολλαπλασιαστή, το νέο γαϊτάνακι και του δώσαμε να καταλάβει. Φταίνε λοιπόν οι ξένοι για την κατάστασή μας και ζητούμε αποζημίωση, με τη μορφή χαλάρωσης του προγράμματος, για το λάθος τους. Το λάθος είναι γεγονός αναμφισβήτητο· αλλά ευθύνονται οι ξένοι για όλες τις μεταρρυθμίσεις που δεν κάναμε και των οποίων τα οφέλη θα αντιστάθμιζαν την ύφεση που προκαλούν οι περικοπές; Δεν καταλαβαίνω σε τι φταίει ένα λάθος στον υπολογισμό της επίπτωσης των μέτρων στην ύφεση, για την άθλια διοίκηση, το τεράστιο και άχρηστο κράτος που υφίσταται ως αυτοσκοπός, τη γραφειοκρατία που υπάρχει για να δικαιολογεί θέσεις εργασίας, τη διαφθορά, τη δαιδαλώδη πολυνομία και τη δικομανία, την απουσία πολιτικής βούλησης να αλλάξουμε ό,τι έχουμε κάνει στραβά και να αναλάβουμε το κόστος των αλλαγών. Για όλα αυτά δεν έχουμε κάνει τίποτε ουσιαστικό ώς τώρα και η ευθύνη είναι δική μας και ουδενός άλλου.
Πίσω από όλα αυτά, όμως, υπάρχει κάτι πολύ δυσοίωνο για το μέλλον. Πίσω από την κλάψα για την αποτυχία ενός κακού προγράμματος και τις αιτιάσεις που απευθύνουμε στους κηδεμόνες μας, υπάρχει η βαθιά, η αμετακίνητη απροθυμία μας να προσαρμοσθούμε με τα ευρωπαϊκά πρότυπα. Δεν το αναγνωρίζουμε αυτό -και, προς Θεού, ποτέ δημοσίως!-, γιατί υπονομεύει τη μεγάλη ιδέα που τρέφουμε για τον εαυτό μας. Κοιτάξτε όμως, πάνω από τριάντα χρόνια τώρα, πόσες ευκαιρίες είχαμε -είτε σε οικονομικούς πόρους είτε σε τεχνογνωσία- για να συναντηθούμε με την Ευρώπη και πώς δεν τις αξιοποιήσαμε. Στη σκέψη μας, ήμασταν πάντοτε από τη μια πλευρά «εμείς» και από την άλλη «εκείνοι», οι Ευρωπαίοι. Ποτέ δεν είχαμε πολιτική -εσωτερική, όχι εξωτερική- η οποία να βασίζεται στην αντίληψη της Ελλάδας ως οργανικού μέρους της Ευρώπης. Ο κόσμος τους μας αφορούσε και επιδιώκαμε τη σύγκλιση μαζί του μόνον στον βαθμό κατά τον οποίο αφορούσε το επίπεδο της ζωής μας. Γι’ αυτό και η φάση του εκσυγχρονισμού περιορίστηκε σε επιφανειακά φτιασιδώματα, ώστε να πραγματώσουμε το ιδεώδες του «εφάμιλλον του ευρωπαϊκού» – π.χ., σωρεία πανεπιστημίων χαμηλού επιπέδου, χρηματοδοτούμενων αποκλειστικά από το κράτος, που μόνο σκοπό είχαν την έμμεση άσκηση κοινωνικής πολιτικής και την επίτευξη των ποσοτικών στόχων της Μπολόνια. Μας ενδιέφεραν, δηλαδή, μόνον τα πλεονεκτήματα από τη συμμετοχή μας στην Ενωση· όπως ακριβώς και τώρα απαιτούμε μόνον τα πλεονεκτήματα της στήριξης. Με λίγα λόγια, δικαιώματα χωρίς υποχρεώσεις: η βασική «δημοκρατική» αρχή επάνω στην οποία χτίσαμε πολιτεία, κράτος και κοινωνία. Είναι επόμενο, λοιπόν, να γινόμαστε έξω φρενών με το λάθος στον πολλαπλασιαστή. Κάνουμε με διαφορετικό τρόπο ό,τι κάναμε πάντα: τσιρίζουμε για το σπυράκι στο πρόσωπό τους και δεν ψελλίζουμε κουβέντα για την καμπούρα μας.
Στη σημερινή Ελλάδα δεν υπάρχει καμία δύναμη -στην πολιτική, στην κοινωνία των πολιτών ή αλλού- η οποία να μπορεί να θεραπεύσει τον βαθιά ριζωμένο, στη συνείδηση και την κουλτούρα μας, διαχωρισμό ανάμεσα σε εμάς και εκείνους. Αντιθέτως, η κρίση και η προσπάθεια που καταβάλλεται από ευρωπαϊκής πλευράς για τη διάσωση της Ελλάδας κάνουν το σχίσμα βαθύτερο. Ενα περιστατικό από τη χθεσινή επικαιρότητα, ενδεικτικό -φοβάμαι- της ματαιότητας της προσπάθειας, ήταν η ένθερμη προβολή από ραδιοφωνικό σταθμό (που κατηγορείται και ως «Μερκελικός»…) της διαδήλωσης 500 απολυθέντων από το ΙΚΑ, οι οποίοι είχαν προσληφθεί μέσω διαγωνισμού του ΑΣΕΠ για την Αγροτική Τράπεζα. Ενα από τα επιχειρήματα του εκπροσώπου τους ήταν ότι η πλειονότης αυτών «παραιτήθηκαν από δουλειές στον ιδιωτικό τομέα, σε τράπεζες, στη Eurobank, τη Citibank κ.ά., για την ασφάλεια του Δημοσίου». Προς τι λοιπόν, την ίδια ώρα, ο κλαυθμός και ο οδυρμός για τους απολυμένους και τους ανέργους του ιδιωτικού τομέα, όταν υπερισχύει το δίκιο των επιτυχόντων του ΑΣΕΠ;
Η χώρα δεν σώζεται όσο η κοινωνία της γαντζώνεται στο ιδεώδες «παιδί μέχρι τα 25, συνταξιούχος στα 45 και, ενδιαμέσως, δημόσιος υπάλληλος». Και, δυστυχώς, αυτό έχει αναχθεί σε υπέρτατη αξία με την οποία η κοινωνία ζυμώθηκε επί τριάντα χρόνια. Αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει με ένα σοκ που περιορίζεται στις αμοιβές και αφήνει ανέγγιχτες τις νοσηρές δομές του κράτους και των θεσμών. Την αντίδρασή του προσπαθεί να καρπωθεί πολιτικά ο ΣΥΡΙΖΑ και αν το κατορθώσει, τότε… χαίρετε! Θα νοσταλγούμε τα σημερινά βάσανα…
Υπάρχουμε ακόμη -έστω μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας- ως χώρα της ευρωπαϊκής Δύσης χάρη στον συστημικό κίνδυνο από την πιθανή έξοδό μας και χάρη στην προβληματική διοικητική διάρθρωση της Ε.Ε. Στο μέλλον, αν κάποιο μέρος της Ευρώπης έχει επιβιώσει (λόγω προτεσταντικής παράδοσης) από τη σύγχρονη εκδοχή της «παρακμής της Δύσης» και συνεχίσει να υπάρχει ενοποιημένο σε κάποιο βαθμό, η Ελλάδα δεν θα είναι μέρος του.
Πηγή: Καθημερινή