Tου Πασχου Mανδραβελη
Μπορεί να μοιάζει με χρόνια, αλλά είναι περίπου ένας μήνας από τότε που έσκασε το «σκάνδαλο Πολύδωρα». Ως σκάνδαλο εμφανίστηκε το γεγονός ότι ο για λίγες μέρες πρόεδρος της Βουλής, προσέλαβε -εξόδοις ημών των φορολογουμένων- την κόρη του ως μετακλητή υπάλληλο στο γραφείο του. Οταν δημοσιεύτηκε η πρόσληψη στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, η οργή φούντωσε και μετά έσβησε σαν πυροτέχνημα. Ελάχιστοι το θυμούνται και το μόνο που έχει απομείνει είναι ένα κατακόκκινο λυρικό παμφλέτιο του πρώην υπουργού με τίτλο «Κατά κηνσόρων».
Υπάρχει ένα ερώτημα για εκείνο τον χαμό: «τι απέγινε η οργή για το σκάνδαλο Πολύδωρα;». Το ρωτάμε διότι αν κάποιος ξένος επισκεπτόταν την Ελλάδα εκείνες τις μέρες θα νόμιζε ότι το μόνο πρόβλημα της χώρας ήταν ο βραχύβιος πρόεδρος της Βουλής. Γράφτηκαν εκατοντάδες άρθρα· τα σχόλια στα blogs και στα κοινωνικά δίκτυα παράγονταν με ρυθμό χιλιάδας στο λεπτό· οι αστέρες της τηλοψίας έσχιζαν τα ιμάτιά τους κι έριχναν διαρκώς «φως στην υπόθεση Πολύδωρα». Και μετά ήρθε η σιωπή· όχι μόνο δημοσιογραφική, αλλά -κυρίως- η θεσμική. Ακολούθησαν άλλες ειδήσεις που μας έκαναν να οργιστούμε· ξαναφούντωσε ο θυμός, και μετά ήρθε πάλι η σιωπή. Εσχάτως είμαστε οργισμένοι με τη «λίστα Λαγκάρντ». Πάμε στοίχημα ότι κι αυτό θα κρατήσει λίγο;
Το πρόβλημα όμως είναι ότι όλες αυτές οι εκρήξεις της οργής δεν αφήνουν κάτι θετικό πίσω τους. Ο δημόσιος διάλογος γίνεται σαν τον λίβα που καίει τα σπαρτά. Δεν βγαίνουν συμπεράσματα· ούτε για το τι πρέπει να κάνουμε, ούτε καν για το πώς πρέπει να συζητάμε. Η οργή δεν μετουσιώνεται σε μέτρα διαφάνειας και καλύτερης δημοκρατικής λειτουργίας. Χειρότερα: μπορεί να υπάρξουν πυροτεχνήματα εντυπωσιασμού που αφενός δεν μακροημερεύουν και αφετέρου λύνουν λάθος προβλήματα. Ενα τέτοιο ήταν η απόφαση του κ. Σαμαρά, για την απαγόρευση διορισμού συζύγου ή συγγενούς α’ ή β’ βαθμού μέλους της κυβέρνησης που σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία δύνανται να προσλαμβάνουν μετακλητούς υπαλλήλους, ειδικούς συμβούλους και ειδικούς συνεργάτες στα πολιτικά τους γραφεία.
Δι’ αυτού του τρόπου όμως χάθηκε το βασικό πρόβλημα. Το σκάνδαλο Πολύδωρα δεν ήταν ότι προσέλαβε την κόρη του, αλλά ότι σύμφωνα με το άρθρο 87 του Κανονισμού διατίθενται στους πρώην προέδρους γραφεία, καθώς και «το αναγκαίο προσωπικό» από τους οδηγούς οχημάτων και από τη φρουρά της Βουλής. Ετσι για έξι πρώην προέδρους της Βουλής -τρεις εκ των οποίων δεν είναι καν βουλευτές- ο ελληνικός λαός πληρώνει υπαλλήλους, οδηγούς, αστυνομικούς και γραφεία; Πόσοι είναι αυτοί; Δεν ξέρουμε. Πόσο μας κοστίζουν; Πάλι δεν ξέρουμε. Ο κ. Ευάγγελος Μεϊμαράκης δεν δημοσιοποιεί απολογισμό (δεν ξέρουμε αν κι αυτό είναι στα απόρρητα της Βουλής) και οι πρώην παραμένουν σιωπηλοί.
Ετσι λοιπόν απέμεινε η οργή, η οποία όσο κι αν πλέον δεν φουντώνει, άφησε τα σημάδια της στο κοινοβουλευτικό σύστημα. Οι πρώην πρόεδροι έμειναν με τους υπαλλήλους, τους οδηγούς και τους αστυνομικούς (μας). Επιπλέον μείναμε και χωρίς μηχανισμούς διαφάνειας. Διότι, στο κάτω, κάτω της γραφής, η εκτελεστική εξουσία έκανε το καθήκον της. Δημιούργησε το πρόγραμμα «Διαύγεια» διά του οποίου κάθε πολίτης μπορεί να δει πού πάνε τα λεφτά του. Η κοινοβουλευτική τι κάνει; Θα κρατά επί μακρόν, για παράδειγμα, τον προϋπολογισμό του Ιδρύματος της Βουλής των Ελλήνων μυστικό;
Πηγή: Καθημερινή