Του Χαριδημου Κ. Τσουκα*
Ως επικεφαλής των Γερμανικών Ταχυδρομείων για 19 χρόνια, ο κ. Κλάους Τσουμβίνκελ ήταν ένας από τους πιο ευυπόληπτους μάνατζερ στη Γερμανία. Είχε όμως μια κακή συνήθεια: απέφευγε να πληρώνει φόρους! Ιδιοκτήτης ενός ιδρύματος με έδρα το Λιχτενστάιν κατάφερε να αποκρύπτει συστηματικά την περιουσία του από τις γερμανικές Αρχές.
Η λαμπρή σταδιοδρομία του κ. Τσουμβίνκελ τελείωσε με εξευτελιστικό τρόπο τον Φεβρουάριο 2008, όταν η Αστυνομία, συνοδευόμενη από τηλεοπτικά συνεργεία (!), τον συνέλαβε στην πολυτελή κατοικία του στην Κολωνία. Καταδικάστηκε σε δύο χρόνια φυλάκιση με αναστολή, πρόστιμο 1 εκατ. ευρώ, και αναγκάστηκε, φυσικά, να παραιτηθεί από τη θέση του.
Το ενδιαφέρον σε αυτή την ιστορία δεν είναι τόσο η φοροδιαφυγή ενός μέλους της ελίτ, όσο η αποφασιστικότητα του γερμανικού κράτους να πατάξει τη φοροδιαφυγή με όλα τα μέσα. Οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες δεν δίστασαν να γίνουν κλεπταποδόχοι, καταβάλλοντας 4,2 εκατ. ευρώ σε πληροφοριοδότη, ο οποίος είχε καταφέρει να υποκλέψει στοιχεία για τους λογαριασμούς χιλίων ατόμων από τράπεζα του Λιχτενστάιν. Ενα από αυτά τα άτομα ήταν και ο κ. Τσουμβίνκελ.
Η χρήση πληροφοριών που αποκτήθηκαν παράνομα είναι πάντοτε επίμαχη σε ένα κράτος δικαίου. Το 2010, όταν ένα παρόμοιο θέμα ήρθε στη δημόσια συζήτηση, μερικοί Γερμανοί βουλευτές διαμαρτυρήθηκαν για τη χρήση τέτοιων πληροφοριών. Παρ’ όλα αυτά, το 2012 οι Αρχές της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας πλήρωσαν 3,5 εκατ. ευρώ για να αγοράσουν υποκλαπείσες πληροφορίες φορολογικού ενδιαφέροντος. Ενα σοβαρό κράτος δικαίου γνωρίζει ότι δεν παύει να είναι κράτος και, άρα, να θέτει το δημόσιο συμφέρον πάνω απ’ όλα.
Ο Μακιαβέλι θα επικροτούσε αυτήν τη στάση. Για τον Φλωρεντίνο στοχαστή, το συμφέρον της οργανωμένης πολιτικής κοινότητας υπερτερεί όχι μόνο έναντι όλων των άλλων επιμέρους συμφερόντων, αλλά και των συνηθισμένων ηθικών επιταγών. Το σημαντικότερο προσόν που πρέπει να διαθέτει ένας καλός κυβερνήτης, λέει ο Μακιαβέλι, είναι η «virtu» («πολιτική αρετή»), η οποία διαφέρει από την κλασική «αρετή» των ηθικολόγων στοχαστών. Για τον Μακιαβέλι, η «πολιτική αρετή» είναι εκείνο το προσόν που εμπεριέχει τη φιλοδοξία, τη βούληση του άρχειν, και τον συνδυασμό δύναμης και απάτης, προκειμένου ο κυβερνήτης να υπηρετεί το κρατικό συμφέρον και να κερδίζει «τιμή και δόξα» για τον εαυτό του. Επικρίνοντας τον Κικέρωνα, ο Μακιαβέλι αναφέρει ότι, μερικές φορές, ακόμη και «παράνομες πράξεις» ίσως είναι απαραίτητες όταν το επιτάσσει το γενικό συμφέρον.
Ο κυβερνήτης δεν μπορεί να ενεργεί πάντοτε με γνώμονα τις κλασικές αρετές που θεωρούνται κοινώς αποδεκτές, όπως π.χ. η ειλικρίνεια, εξαιτίας του ότι «οι άνθρωποι δεν είναι αγαθοί», αλλά συχνά εμφορούνται από ιδιοτελή και ποταπά κίνητρα. Για να επιτύχει τον απώτερο σκοπό του, ο καλός κυβερνήτης πρέπει να καταλάβει ότι δεν είναι πάντοτε ορθολογικό να είναι ηθικός. Ενεργεί με αγαθό τρόπο όπου μπορεί, αλλά «γνωρίζει πώς να κάνει κακό όταν είναι αναγκαίο». Η «πολιτική αρετή» είναι η ικανότητα προσαρμογής στα γυρίσματα της Τύχης και στις επιταγές των εκάστοτε περιστάσεων. Ο καλός κυβερνήτης πρέπει να έχει το σθένος του λιονταριού και την πονηριά της αλεπούς.
Η ανάλυση του Μακιαβέλι είναι διαφωτιστική. Ουδείς αμφιβάλλει ότι το σύγχρονο γερμανικό κράτος είναι προσηλωμένο στις αρχές του κράτους δικαίου. Αλλά είναι, επίσης, αναμφίβολο ότι, σε έναν κόσμο ισχυρών συμφερόντων, οι γερμανικές Αρχές δεν θα υπηρετούσαν το κοινό καλό (τη συλλογή φόρων) αν, σε μερικές περιστάσεις, δεν χρησιμοποιούσαν ακόμη και αθέμιτα μέσα. Για λόγους αυτοπροστασίας, το κράτος δικαίου πρέπει να έχει τη σωφροσύνη να υπερβαίνει ενίοτε το γράμμα των κανόνων του. Δεν υπάρχουν, φυσικά, κανόνες για το πότε και πώς να ελαστικοποιούνται οι κανόνες. Γι’ αυτό είναι σημαντικό οι Αρχές να αποσπούν, με το κύρος τους, την εμπιστοσύνη των πολιτών αναφορικά με τη σύνεση της κρίσης τους. Ο καλός κυβερνήτης επιδιώκει να τηρεί τα προσχήματα, αλλά μεριμνά για την ουσία – το δημόσιο συμφέρον.
Οι χειρισμοί του υποκλαπέντος από ελβετική τράπεζα ψηφιακού αρχείου από τις ελληνικές Αρχές, επιβεβαιώνουν αυτό που ήδη γνωρίζουμε: αφενός μεν την αποσάθρωση των θεσμών, αφετέρου δε τη μικρή σχέση που έχουν οι πολιτικοί μας με την προστασία του δημοσίου συμφέροντος.
Βλέπουμε ένα ξεδοντιασμένο ΣΔΟΕ, διοικούμενο κυρίως από κομματανθρώπους, ανίκανο να ενεργεί αυτοβούλως, με δυναμισμό και φαντασία, αλλά να οχυρώνεται πίσω από έναν άνευρο νομικό φορμαλισμό. Βλέπουμε υπουργούς Οικονομικών να μην εμπιστεύονται την υπηρεσία (Παπακωνσταντίνου) ή να περιέρχονται σε αμηχανία (Βενιζέλος). Ο ένας περνάει την υπόθεση στον άλλο, δίχως σαφείς εντολές. Ουδείς παίρνει πρωτοβουλία και, στο τέλος, το πολύτιμο ψηφιακό αρχείο παραμένει, φυσικά, αναξιοποίητο! Το δημόσιο συμφέρον, δηλαδή η δίωξη της φοροδιαφυγής, δεν υπηρετείται, αφού ουδείς το προέταξε με αποφασιστικότητα. Η φράση του πρώην επικεφαλής του ΣΔΟΕ κ. Διώτη, «ατύπως το παρέλαβα [το ψηφιακό αρχείο], ατύπως το παρέδωσα», τα λέει όλα: δεν μας λέει τι έκανε, αλλά ότι δεν υπήρχε «αριθμός πρωτοκόλλου»! Το ψηφιακό αρχείο δεν κατέστη μέρος της θεσμικής μνήμης της υπηρεσίας αλλά περιήλθε στην κατοχή του κ. Βενιζέλου! Ας θυμηθούμε ότι οι γερμανικές αρχές και ενήργησαν με βάση τις μη νόμιμης προέλευσης πληροφορίες και συνήψαν διακρατική συμφωνία με την Ελβετία για την αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής.
Η χώρα δεν διαθέτει ούτε στιβαρούς θεσμούς, ούτε σοβαρούς κυβερνήτες, ενώ το εκμαυλισμένο από τους πολιτικούς εκλογικό σώμα αναζητά κάθε τρόπο να προασπίσει τα επιμέρους συμφέροντά του. Μια χώρα που έχασε την αίσθηση του κοινού καλού πνίγεται στα λύματα που παράγουν οι υπόνομοι του πολιτικού συστήματος. Μέχρι πότε;
* Ο κ. Χ. Κ. Τσούκας είναι καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick.
Πηγή: Καθημερινή