Ένας ασκητής έμενε κάτω από ένα πυκνόφυλλο δέντρο στην όχθη του Γάγγη σε μια πλαγιά των Ιμαλαΐων. Μελετούσε κάποιο ιερό κείμενο, διαλογιζόταν, έψελνε κ.λπ. Μια μέρα, πέρασε ο άγιος Νάραντα που είχε πρόσβαση στον Ύψιστο και, βλέποντας την ευσέβεια του ασκητή, τον ρώτησε αν επιθυμούσε κάτι από τον Ύψιστο. Ο ασκητής ζήτησε να ρωτήσει ο άγιος πότε ο Ύψιστος θα καταδεχόταν να του παρουσιαστεί. Ο άγιος έφυγε, επέστρεψε μετά από μερικές βδομάδες και του είπε: «Ο Κύριος θα σου παρουσιαστεί μετά από τόσα έτη όσα είναι τα φύλλα σε αυτό το δέντρο.» Και όταν ο ασκητής άρχισε να χορεύει χαρωπά και να τραγουδά γύρω από το δέντρο του, ο άγιος τον ρώτησε αν κατάλαβε τι άκουσε. Όταν ο ασκητής είπε «Ναι, θα μου παρουσιαστεί μετά από χιλιάδες έτη, όσα είναι τα φύλλα του δέντρου μου!», τον ρώτησε γιατί χόρευε με τόση χαρά. «Διότι ο Κύριος καταδέχτηκε να μου απαντήσει και ξέρω πως ο Κύριος τηρεί τον λόγο του.»
Ταπεινοφροσύνη, πίστη και τετράγωνη λογική. Και τρέλα, θα πρόσθεταν μερικοί. Μα η ταπεινοφροσύνη και η πίστη και η ευσέβεια ήδη εκδήλωναν την παρουσία του Κυρίου στον ασκητή.
Πολλοί νομίζουμε πως είμαστε κανονικοί, λογικοί άνθρωποι επειδή ξέρουμε πως 2+2=4, πως η μέρα έχει τον ήλιο και η νύχτα φεγγάρι και άστρα, πως το καλοκαίρι κάνει ζέστη και τον χειμώνα κρύο και παρόμοια γνωστά φαινόμενα.
Μα όταν έρθει σαν κεραυνός η φώτιση, όλα αυτά ανατρέπονται καθώς
εμπειράσαι τον εαυτό σου και τον κόσμο εντελώς διαφορετικά.
Πράγματα κανονικά και λογικά που σ’ ενδιέφεραν παλιά χάνουν κάθε γοητεία και στρέφεσαι προς πράγματα που ίσως περιγελούσες.
Ο Ramana Maharshi στα 17 του είχε μια εμπειρία μυστικής ενόρασης και αυτοσυνειδησίας κι έκτοτε ζούσε με βαθιά εσωτερική γαλήνη. Συνέχισε για λίγο ακόμα τον αθλητισμό του, μα τώρα πια δεν τον ενδιέφερε η νίκη και η ήττα δεν τον ένοιαζε. Άρχισε τότε να πηγαίνει και να κάθεται στον τοπικό ναό μένοντας σε ησυχία με τις ώρες.
Αρχικά πίστεψε πως είχε ίσως αρρωστήσει με παράξενο πυρετό, αφού οι επαφές του με το περιβάλλον ήταν ίδιες, αν και τις παρατηρούσε από μια νέα κατάσταση γαλήνης που δεν επηρεαζόταν από τίποτα. Μα σχετικά γρήγορα, όπως έγραψε, ανακάλυψε πως δεν είχε πυρετό και πως η τωρινή του κατάσταση ήταν πιο αληθινή από τις προηγούμενες.
Ο παλιός εαυτός του ήταν ένας σφετεριστής, ενώ ο καινούριος ήταν απερίγραπτος, δίχως ιδιότητες και προσδιορισμούς. Η γαλήνη του ήταν η πραγματικότητα – μια αμετάβλητη μακαριότητα.
Και πίστευε πως κάθε άνθρωπος, άντρας ή γυναίκα, μπορούσε να έχει αυτήν την κατάσταση. Ήταν ζήτημα διάκρισης και διαχωρισμού του πλαστού, του σφετεριστή εαυτούλη με τις διεκδικήσεις και δραστηριότητές του, από τον Εαυτό που ήταν απροσδιόριστος, μια απέραντη σιωπή.
Αυτή η παρουσία ήταν η φώτιση.
Αν ο αναζητητής έδινε όλη του την πίστη και προσοχή στη γαλήνη μέσα του, ο διαχωρισμός θα γινόταν εύκολα και ο παλιός, συνηθισμένος σφετεριστής θα ξεσκεπαζόταν στο φως του καινούριου.
Παραδόξως, οι πολλοί δεν το θέλουν!