1. Συνεχίζω με το άρθρο του κ. Ντίνου Σιώτη, όπως στα δύο προηγούμενα. Εκτός από πολλούς τόμους δικής του ποίησης, ανθολογίες και συλλογές που ο ίδιος έχει επιμεληθεί, ο Ν. Σιώτης έχει οργανώσει πάμπολλα συνέδρια ποίησης και υπηρετεί ως πρόεδρος σε διάφορους ποιητικούς οργανισμούς. Γράφει επίσης:
«Ασφαλώς η ποίηση δεν είναι το διαγνωστικό κέντρο του ψυχισμού του σύγχρονου ανθρώπου, αλλά ο σκοπός της είναι, κατά τον Πολωνό ποιητή Τσέσλαφ Μίλος, «να μας θυμίζει πόσο δύσκολο είναι να παραμείνει κανείς ο εαυτός του».
Αμφιβάλλω αν ο ίδιος ο Ν. Σιώτης ξέρει τι εννοεί αυτή η τελευταία πρόταση του Πολωνού – «να παραμένει κανείς ο εαυτός του» – και τι σχέση έχει αυτή η παρδαλότητα με τη σύγχρονη ποίηση. Συνεχίζει –
«Γιατί μόνο αν φύγουμε από τον ατομισμό και την ιδιοτέλεια μπορούμε να ανακαλύψουμε την ποίηση την αληθινή, που λυτρώνει, που μας βγάζει από τα αδιέξοδα, που μας εξανθρωπίζει και μας οδηγεί στη χαρά που κρύβει μέσα της τον φόβο και την απελπισία».
Η πρώτη πρόταση με βρίσκει σύμφωνο μα το τέλος με τη χαρά που κρύβει φόβο και απελπισία δείχνει πως ο Ν. Σιώτης δεν ξέρει τι λέει. Τι τη θες τη χαρά που έχει απελπισία και φόβο;
2. Δεν με ενδιαφέρει η προσπάθεια της ποιητικής γραφής του Ν. Σιώτη που κινείται μέσα στις όχθες της μοντέρνας τάσης δίχως εκπλήξεις. Αλλά μια κι έχει γράψει τόσα και τόσα για την αληθινή και γνήσια ποίηση, παραθέτω δύο δείγματα. Το πρώτο είναι από τη συλλογή του Μάρθα, Μάρθα (2016, Γαβριηλίδης):
Η Μάρθα ζούσε με ό ,τι αφαιρούσε / απ’ τους καρπούς των ημερών της /
μ’ αυτό το στέρημά της αφαίρεσης / περνούσε απ’ τη σκόνη στη στάχτη /
απ’ τα στεγνά νερά του παρόντος / στα φλογερά ύδατα του μέλλοντος.
Εδώ βλέπουμε μια προσπάθεια λιτού λόγου με ελαφρό παιχνίδι ρίμας καλυμμένης (-ούσε, -ερ, -ον, -όντος) που όμως δεν συνεισφέρει κάτι ουσιαστικό. Η κύρια μέριμνα είναι η εξισορρόπηση και παραδοξολογία (ζούσε από το στέρημα, σκόνη σε στάχτη, παρόν-μέλλον) που όμως δεν πείθει καθόλου. Προδίδεται μάλλον άγαρμπα από τα ανύπαρκτα (πραγματικά ή φανταστικά) «στεγνά νερά»! Οι «καρποί» μένουν ανεξήγητοι, όπως και η σκόνη-στάχτη, όπως και τα στεγνά και φλογερά ύδατα! Δεν λέει τίποτα ουσιαστικό, στην πραγματικότητα. Προσποιείται πως γράφει ποίηση.
Από το μεταγενέστερο Ωροσκόπιο των νεκρών (2017 Καστανιώτης):
να χτίσω ένα σπίτι στον αέρα ν’ ανέβω / μια σκάλα για το βυθό της θάλασσας να/ σκάψω ένα ορυχείο να βρω μια μάσκα των / κολασμένων εποχών να γράψω ανείπωτα / ποιήματα και μετά να τα ξεκοιλιάσω να / ράψω στόματα να μπαλώσω σαμπρέλες /
Εδώ πάλι έχουμε παραδοξολογία (και αδυνατότητες). Μα τι μπορεί να συνεισφέρει το κόψιμο των γραμμών στο «να» ή «των»; Μετά πως «ξεκοιλιάζεις», ανείπωτα ποιήματα; Ανοησίες…
Μας λυτρώνουν τέτοιες γραμμές; Μας βγάζουν από αδιέξοδα; Μας εξανθρωπίζουν;
Επαναλαμβάνω πως ο κ. Ν. Σιώτης μάλλον δεν ξέρει τι λέει και γράφει!
3. Γράφει ακόμα στο άρθρο του «Η κρίση βούτυρο στο ψωμί του ποιητή» (Καθημερινή 18/3/18, σ. 10 «Τέχνες και Γράμματα»):
«Εν τέλει ποίηση είναι η πιστωτική γραμμή πνευματικής στήριξης της ελληνικής κοινωνίας. Στα αδιέξοδα της ζωής αντιτάσσει την ειλικρίνεια, την αρετή, την ψυχική εγρήγορση, το όντως ηθικό πλεονέκτημα, όχι το ψευδεπίγραφο της τάχα μου Αριστεράς. Γιατί ζούμε σε ένα παράλληλο σύμπαν σαν να έχουμε πάρει διαζύγιο από την αλήθεια και τον περιβάλλοντα ζωτικό χώρο».
Ωραία λόγια και σωστά μόνο που είναι άσχετα με τη φρικώδη πραγματικότητα των κειμένων που δημοσιεύονται (και δημοσιεύει ο ίδιος ο Ν. Σιώτης στις πολλές δραστηριότητές του) κατά εκατοντάδες κάθε χρόνο και βλέπεις να παρελαύνει ένας πυρετικός παραλογισμός – παραλογισμός επειδή πολλοί δυστυχώς θέλουν να περάσουν για ποιητές, ενώ δεν έχουν κάτι αξιόλογο να πουν ή έχουν πραγματική έμπνευση και τέχνη να το εκφράσουν ποιητικά. Κανείς, ποιητάρης, κριτικός, παρουσιαστής κλπ, δεν αναλύει μια-δυο γραμμές να δείξει πως μπορεί να ξεχωρίσει καλή από κακή γραφή και άριστη από καλή. Όλοι αναλώνονται στον έπαινο του συντρόφου και στην αναπαραγωγή των όσων λέει με δικά τους λόγια.
4. Ο Πλάτων γράφει στην Πολιτεία (6ο βιβλίο, 493D) για τον άνθρωπο που νομίζει σοφία το να έχει μάθει τις τάσεις και ορέξεις των πολλών στις δημόσιες συναθροίσεις τους (βλέπετε σύγχρονα φεστιβάλ και συνέδρια), είτε για ζωγραφική, για μουσική, για πολιτική, ακόμα και ποίηση, όπου η επιτυχία του θα εξαρτηθεί από την κρίση της μάζας, από το τι αρέσει σε κείνους και το τι εγκρίνουν. Αλλά, συνεχίζει ο φιλόσοφος, δεν ακούς κανέναν από αυτούς να αποδείχνει με επιχειρήματα που δεν είναι καταγέλαστα πως αυτά που εκτιμούν είναι όντως καλά και ωραία.
Έτσι οι του ποιητικού κύκλου θα συνεχίσουν να μιλούν «από ραδιοθαλάμους του σύμπαντος / από αντικατοπτρισμούς του μέλλοντος / … από αόρατες / συχνότητες από αόμματες αυταπάτες /» νομίζοντας πως μας ανυψώνουν συναισθηματικά και συνειδησιακά με την (παρα)ποίησή τους!